Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

"ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ"


"ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ"

Χρονολογία Πρώτης Εκδοσης:
1834

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


FREE photo hosting by Fih.gr

Ένα σπάνιο βιβλίο με πρώτη
έκδοση το 1834 “ΕΚ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ Θ. ΚΟΝΤΑΞΗ ΚΑΙ Ν. ΛΟΥΛΑΚΗ” Στο Ναύπλιο.

Το συγκεκριμένο αντίτυπο
προφανώς έχει επανεκδοθεί από τις εκδόσεις ΚΑΡΑΒΙΑΣ (όπως διακρίνεται στο
εξώφυλλο), και ψηφιοποιήθηκε από την βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου του
Princeton και την Google». Μερικά από τα πρόσωπα της επανάστασης που γίνεται
αναφορά:

«Α. ΚΟΡΑΗΣ, Ν. ΣΚΟΥΦΑΣ, Α.
ΤΣΑΚΑΛΩΦ, Ε. ΞΑΝΘΟΣ, ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ, Α. & Δ. ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ, Θ.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ, ΑΝΘΙΜΟΣ ΓΑΖΗΣ, Γ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ, Π. ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ,
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ, Μ. ΒΟΤΣΑΡΗΣ (Μπότσαρης), Α. ΖΑΙΜΗΣ, Δ. ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ο. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ,
ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ, Α. ΔΙΑΚΟΣ». Σελίδες: 447

Ιωάννης Φιλήμων



«Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας» - Διαβάστε το

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Αφιέρωμα του Πολιτικού Καφενείου στον Αριστοτέλη


Αφιέρωμα του Πολιτικού Καφενείου στον
Αριστοτέλη





FREE photo hosting by Fih.gr
«Ο σχολαστικισμός και η παπαδοσύνη
πήρανε καθετί το νεκρό από τον Αριστοτέλη, όχι όμως το ζωντανό. Η παπαδοσύνη
σκότωσε το ζωντανό στον Αριστοτέλη και διαιώνισε ότι ήταν νεκρό σ’ αυτόν».
(Λένιν: Τόμος 38, σελ.
368-369, αγγλ. Έκδοση). Η μπουρζουαζία δεν ξαναζωντανεύει, τις τελευταίες
δεκαετίες, το φάντασμα του Αριστοτέλη, επειδή αποφάσισε να εγκαταλείψει την
αντιθεωρητική της στάση. Γυρίζει από μια εντελώς αντιδραστική σκοπιά:
Ανακοινώσεις, κυρίως από έλληνες και ανατολικούς αφιερώνονται στις θεωρίες του
Αριστοτέλη για το Κράτος, την Ελευθερία, την Ευθύνη, ενώ παραχώνονται στο
περιθώριο των συζητήσεων η υποστήριξη του Αριστοτέλη στη δουλεία. 309
Σελίδες.

Αριστοτέλης



Αφιέρωμα του Πολιτικού Καφενείου στον Αριστοτέλη – Διαβάστε το



1ο μέρος


2ο μέρος


3ο μέρος



4ο μέρος

από το
ΣΚΑΙ

Ένας φίλος, μας έστειλε ένα κείμενο όπου γράφει με ενθουσιασμό για τον τόσο επίκαιρο στοχασμό του Αριστοτέλη μετά από 2.300 τόσα χρόνια! Ο Αριστοτέλης, μας λέει ο κ. Αντώνης Παπαχριστοφίλου μας δίνει με την σκέψη του «… μια αφορμή, ένα κίνητρο σε όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους, να ανασυντάξουν τον εαυτό τους, να βρουν ερείσματα που χρειάζονται και την μέθοδο που θα βοηθήσει στην πορείας τους. Ποιανού μεγάλου στοχαστή το έργο, αγαπητοί φίλοι του Ανατολικού, διήνυσε ένα τέτοιο κύκλο φωτός, για να κορυφωθεί στο μεγαλύτερο μελετητή του, τον φιλόσοφο της καθολικής εκκλησίας, τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη;»!!!

Καιρός είναι, λοιπόν, να πούμε και εμείς οι «Ελληνολάτρες» ΄η «χυδαίοι υλιστές», την άποψη μας για τον Αριστοτέλη, την Φιλοσοφία του και τη σχέση της με το διαλεχτικό υλισμό. Το κείμενο που ακολουθεί επιμελήθηκε ο σ. Παναγιώτης Βήχος.

«Το ζήτημα μιας ορθής φιλοσοφικής διδασκαλίας, δηλ. μιας σωστής μεθόδου σκέψης, έχει τόση αποφασιστική σημασία για ένα επαναστατικό κόμμα, όση έχει ένα παλιό μηχανουργικό τμήμα για την παραγωγή. Είναι ακόμα δυνατό να υπερασπίσει κανείς την παλιά κοινωνία με τις υλικές και διανοητικές μέθοδες που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν. Είναι όμως εντελώς αδιανόητο να ανατραπεί αυτή η κοινωνία και να οικοδομηθεί μια νέα, χωρίς πρώτα να αναλυθούν κριτικά οι τωρινές μέθοδες».

(Λ. Τρότσκι, «Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού»)

«Ο σχολαστικισμός και η παπαδοσύνη πήρανε καθετί το νεκρό από τον Αριστοτέλη, όχι όμως το ζωντανό. Η παπαδοσύνη σκότωσε το ζωντανό στον Αριστοτέλη και διαιώνισε ότι ήταν νεκρό σ’ αυτόν».

(Λένιν: Τόμος 38, σελ. 368-369, αγγλ. Έκδοση)

Θα πρέπει να πληροφορήσουμε το φίλο Α. Παπαχριστοφίλου ότι, η αστική τάξη στην άνοδο της, με το στόμα του Λούθηρου, αποκήρυσσε τον Αριστοτέλη ονομάζοντας τον «καταραμένο, υπερόπτη, κακόπιστο, που με τα σφαλερά και ψεύτικα λόγια του παρασύρει τους καλύτερους χριστιανούς μέχρι σημείου παραφροσύνης. Ο Θεός, για τις αμαρτίες μας, μας τιμώρησε μ’ αυτόν!». Ο Καρτέσιος καταπολεμά τον σχολαστικό αριστοτελισμό με τον Λόγο περί Μεθόδου» και «κατατροπώνει οριστικά το φάντασμα του Αριστοτέλη», ενώ λίγα χρόνια πριν, το 1619, καίγεται στην πυρά της Ιερής Εξέτασης ο αριστοτελικός Καίσαρ Βασίνι με την κατηγορία του «αιρετικού». (Τι εποχές θεέ μου!)

Η μπουρζουαζία δεν ξαναζωντανεύει, τις τελευταίες δεκαετίες, το φάντασμα του Αριστοτέλη, επειδή αποφάσισε να εγκαταλείψει την αντιθεωρητική της στάση. Γυρίζει από μια εντελώς αντιδραστική σκοπιά: Ανακοινώσεις, κυρίως από έλληνες και ανατολικούς αφιερώνονται στις θεωρίες του Αριστοτέλη για το Κράτος, την Ελευθερία, την Ευθύνη, ενώ παραχώνονται στο περιθώριο των συζητήσεων η υποστήριξη του Αριστοτέλη στη δουλεία. «Σημαντικότατη» θεωρήθηκε η ανακοίνωση που έκανε πριν 20 χρόνια ο καθηγητής Κ. Δεσποτόπουλος, για λογαριασμό του Κορνήλιου Καστοριάδη (Καρντάν). Η έξαρση αυτή τότε – αλλά και τώρα – για τον «πρακτικό στοχασμό» του Αριστοτέλη, δεν είναι ένα ακόμα κρούσμα προγονοπληξίας της αστικής μας τάξης. Αντανακλά το αδιέξοδο της, το αδιέξοδο της αστικής φιλοσοφίας στο 2004, ιδιαίτερα στους κόλπους της αναλυτικής σχολής, που αποκήρυξε τη φιλοσοφία στο όνομα της «καθαρής επιστήμης», και της νέο-αριστοτελικής σχολής – όχι και τόσο νέας βέβαια – της λεγόμενης φιλοσοφίας της πράξης.

Η κρίση, η παράλυση του αστικού κράτους, που έπαψε να είναι «μια συνένωση των πολιτών πάνω από ταξικές διάφορες και συμφέροντα», όπως ήθελε ο Αριστοτέλης, αναγκάζει την αστική τάξη να γυρίσει στο «χρυσό ποταμό» της αρχαιότητας. Και όχι όλη η αστική τάξη. Το πιο οπισθοδρομικό μέρος της. Οι καταστραμμένοι από την κρίση και το σεισμό εργάτες – γράφει ο Κ. Τσάτσος στο: «Η Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων» - και φτωχοί βιοπαλαιστές κάνουν πολλές «ενέργειες που απομακρύνουν τα πολιτεύματα από το σημείο όπου εξισορροπούνται οι αντίθετες ροπές, με αποτέλεσμα να προκαλούνται φθορά και μεταβολές των πολιτευμάτων». Η μπουρζουαζία, όπως και η φεουδαρχία, επιστράτευσε παλιότερα, και επιστρατεύει και σήμερα ότι πιο αντιδραστικό υπάρχει στην Αριστοτελική Φιλοσοφία, για να εξοπλιστεί ιδεολογικά και να αντιμετωπίσει τη «φθορά και την ανατροπή των πολιτευμάτων της». Γι’ αυτό, βλέπουμε τον Αριστοτέλη από τα θεολογικά σεμινάρια να έρχεται και στα σχολικά θρανία. Έτσι, οι μαθητές μπορούν να διαβάζουν στα «Ηθικά Νικομάχεια» (5,6), ότι «εάν τα πρόσωπα δεν είναι ίσα, δεν επιτρέπεται να έχουν ίσα δικαιώματα!».

Αντίθετα, εμείς φίλε Παπαχριστοφίλου αντιμετωπίζουμε τον Αριστοτέλη από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά. Δεν γυρίζουμε για να τον γιορτάσουμε ΄η να τον χρησιμοποιήσουμε ανάλογα με τις πολιτικές μας σκοπιμότητες. Γυρίζουμε, γιατί «η θεωρητική σκέψη – όπως έγραφε ο Ενγκελς στο «Αντί-Ντύρινγκ» - είναι έμφυτη ιδιότητα με τη μορφή μόνο της ικανότητας. Η ικανότητα αυτή πρέπει να εξελιχτεί, να τελειοποιηθεί, και για το σκοπό αυτό δεν υπάρχει ως σήμερα κανένα άλλο μέσο εκτός από τη μελέτη όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας». Η μελέτη επομένως όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας έχει σαν αντικειμενικό της σκοπό, όλη αυτή η εν δυνάμει ικανότητα που έχει η ανθρώπινη σκέψη να ενεργοποιηθεί και να μεταβληθεί σε υλική δύναμη, μέσα από τη συνειδητή δράση του επαναστατικού κόμματος ΄η κινήματος. «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα».

Λίγα λόγια για τη Ζωή και το Έργο του Αριστοτέλη

Ο «καθαρότερος νους της αρχαιότητας», ο «Μεγαλέξανδρος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας», όπως τον αποκάλεσε ο Μάρξ, γεννήθηκε στα Στάγιρα της Χαλκιδικής το 384 π. Χ., σε μια στιγμή κρίσης του δουλοχτητικού συστήματος και πολεμικών συγκρούσεων, που οδήγησαν στην παρακμή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και των πόλεων – κρατών και στην επικράτηση των Μακεδόνων. Ο πατέρας του, που ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας, από πολύ νωρίς τον μύησε στις επιστημονικές αρχές της τέχνης του και γι’ αυτό από την αρχή στράφηκε ο νους του στην εμπειρική έρευνα, για να ανδρωθεί στη σκιά της Πλατωνικής Ακαδημίας, μέχρι το θάνατο του δάσκαλου του, το 347 π. Χ. Στην Άσσο της Τρωάδας ιδρύει θυγατρική σχολή της Ακαδημίας, για να προσκληθεί μετά τρία χρόνια από τον Φίλιππο να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του Μ. Αλέξανδρου, έως τη στιγμή που αρχίζει τις κατακτητικές του εκστρατείες. Δεν δίστασε μάλιστα, στο υπόμνημα του «Αλέξανδρος ΄η υπέρ αποίκων», να τον αποτρέψει από το να μεταχειριστεί σαν ίσους τους έλληνες και τους βαρβάρους, όπως το σχεδίαζε εκείνος! Το προσωπικό του μισός για τους Πέρσες ήρθε να συναντήσει τη μακεδονική πολιτική. Κατόρθωσε να πείσει τον Αλέξανδρο για την ανάγκη μιας κρατικής μεταρρύθμισης και θεωρούσε την άσκηση της φιλοσοφίας «μη αναγκαία και εμπόδιο για ένα βασιλιά, αντίθετα πρέπει να ακούει πραγματικούς φιλοσόφους κι αυτούς να ακολουθεί».

Ο Αριστοτέλης είχε εκπαιδεύσει έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες της ιστορίας, αλλά δεν συμμεριζόταν καθόλου την «έλλειψη μέτρου» και την «ισονομία» του Αλέξανδρου. Το 335 γυρίζει στην Αθήνα και ανοίγει τη δική του σχολή, το Λύκειον, την περίφημη Περιπατητική Σχολή, όπου για δώδεκα χρόνια αφιερώθηκε στη διδασκαλία και τη συγγραφή. Η συμπάθεια του προς τη μακεδονική κυριαρχία γίνεται αφορμή να κατηγορηθεί για ασέβεια, αμέσως μετά το θάνατο του Μ. Αλέξανδρου. Για να αποφύγει την καταδίκη, καταφεύγει στη Χαλκίδα, όπου πεθαίνει ένα χρόνο μετά (322 π. Χ.). Τα σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη είχαν συγκεντρωθεί σ’ έναν κανόνα ΄η CORPUS ARISTOTELICUM από τον Ανδρόνικο το Ρόδιο τον Α΄ αιώνα μ. Χ. Καλύπτουν όλα τα πεδία της γνώσης εκείνης της εποχής: Λογική, Ψυχολογία, Φυσική, Ιστορία, Πολιτική, Ηθική, Αισθητική, σε μια αδιάσπαστη ενότητα με τη Φιλοσοφία του, που κατόρθωσε να συνοψίσει όλες τις θεωρητικές κατακτήσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.

Αριστοτέλης και η κριτική απόρριψη του Πλάτωνα

Ο Γκαίτε παρομοίασε το έργο του Αριστοτέλη με μια πυραμίδα και τον ίδιο με έναν αρχιτέκτονα, που «διαγράφει ένα τεράστιο βασικό κύκλο για το κτίσμα του, πλάθει υλικά από όλες τις πλευρές, τα ταξινομεί, τα εκθέτει και ανεβαίνει έτσι στο ύψος με μορφή κανονικής πυραμίδας, όταν ο Πλάτων μ’ έναν οβελίσκο, που μοιάζει με ακιδωτή φλόγα, ζητάει τον ουρανό». Ο Αριστοτέλης οικοδόμησε το σύστημα του περνώντας μέσα από μια κριτική απόρριψη, ένα διαλεχτικό ξεπέρασμα θα λέγαμε, των πλατωνικών ιδεών. Ο Πλάτωνας αντιπροσώπευε το πέρασμα από την φυσική φιλοσοφία των Ιώνων, που κυριαρχούνταν από υλοζωιστικές αντιλήψεις, σε μια ανθρωποκεντρική αντίληψη για τον κόσμο. Ο άνθρωπος γίνεται το κέντρο της φιλοσοφίας, είναι «μέτρον πάντων χρημάτων», σύμφωνα με τους σοφιστές.

Ο κεντρικός πυρήνας της πλατωνικής φιλοσοφίας ήταν η άποψη, ότι ο αισθητός κόσμος είναι ουσιαστικά ένας ψεύτικος κόσμος, ένα αντικαθρέφτισμα ενός αλλού κόσμου, του υπεραισθητού κόσμου των ιδεών. Ανάμεσα σ’ αυτές τις υπεραισθητές ιδέες και σ’ αυτά που μας δίνουν οι αισθήσεις μας υπάρχει μια απλή ομοιότητα και τίποτε περισσότερο. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Αριστοτέλης έλεγε ότι, εάν καθετί έχει το οποίο του, τότε θα πρέπει κι αυτές οι ιδέες να έχουν το ομοιό τους, επομένως ανάμεσα σ’ αυτό το απλό αντικαθρέφτισμα των ιδεών και των πραγμάτων θα πρέπει να υπάρχει κάτι για το οποίο ο Πλάτωνας δεν λέει τίποτα. Η κριτική του Αριστοτέλη στην Πλατωνική θεωρία συνοψίζεται βασικά στα εξής σημεία: «Αφού ο Πλάτωνας χώρισε τον κόσμο των ιδεών από τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, τότε οι ιδέες καθόλου δεν μπορούν να δώσουν ύπαρξη στα αισθητά πράγματα. Και παρόλο που ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι τα πράγματα έχουν ένα μέρος από την ιδέα, δηλαδή μετέχουν της ιδέας (μέθεξης) – όμως αυτή, όπως και η Πυθαγόρεια μίμηση, είναι μια απλή ποιητική μεταφορά».

Η διδασκαλία του Πλάτωνα δεν μπορεί να εξηγήσει τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις ιδέες και τα πράγματα και για τον πρόσθετο λόγο: ο Πλάτωνας αρνιέται και δεν παραδέχεται πως οι ιδέες έχουν την ικανότητα να γίνουν οι άμεσες αιτίες για να υπάρχουν τα πράγματα. Επομένως, όταν ισχυρίζεται πως η σχέση της ιδέας προς τις άλλες ιδέες είναι όμοια με τη σχέση του γενικού προς το μερικό κι όταν πιστεύει πως η ιδέα είναι το ουσιαστικό «Είναι» των αισθητών πραγμάτων, πέφτει σε μια φοβερή αντίφαση. Με το νόημα αυτό, η κάθε ιδέα είναι ταυτόχρονα και η ουσία – το ουσιαστικό «Είναι» - αφού με το να αποτελεί ταυτόχρονα το γενικό βρίσκεται και στο λιγότερο γενικό, και δεν είναι ουσία, δεν είναι ουσιαστικό «Είναι».

Η πλατωνική διδασκαλία, πως οι ιδέες είναι ανεξάρτητες και δεν έχουν σχέση με τα αισθητά πράγματα, οδηγούσε βέβαια στο παράλογο συμπέρασμα ότι, αφού ανάμεσα στις ιδέες και τα αισθητά πράγματα υπάρχει ομοιότητα και αφού βέβαια για το κάθε τι όμοιο πρέπει να υπάρχει και η ιδέα του, τότε εκτός από την «ιδέα» του ανθρώπου και εκτός από τα πράγματα που ανταποκρίνονται σ’ αυτήν την ιδέα, πρέπει να υπάρχει ακόμα κι η ιδέα αυτού του όμοιου που βρίσκεται ανάμεσα τους, που με τη σειρά του οδηγεί σε μια άλλη όμοια ιδέα, ένα αντίτυπο αυτής της ιδέας. Και τελικά φτάναμε σε μια άπειρη κατάσταση όμοιων ιδεών του ενός πράγματος με το άλλο, πράγμα που αποτελούσε για τον Αριστοτέλη παραλογισμό. Γιατί οδηγούσε σε μια απομόνωση του ίδιου του κόσμου των ιδεών από τον κόσμο των πραγμάτων, σ’ έναν τελείως ρευστό κόσμο.

Για τον Πλάτωνα βέβαια, δεν υπήρχε καμία απολύτως εξέλιξη στον ίδιο τον αισθητό κόσμο, η εξέλιξη υπήρχε μόνο στον κόσμο των ιδεών. Και αυτό ακριβώς τον εμπόδισε, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης, να αποκρυπτογραφήσει και να εξηγήσει τα φαινόμενα που αναφέρονται στη γένεση, τη φθορά και την ίδια την κίνηση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι λείπει σε μεγάλο βαθμό η κίνηση από το έργο του Πλάτωνα. Περισσότερο βλέπουμε ακίνητες κατηγορίες. Αν εξαιρέσουμε το έργο του «Σοφιστής», όπου υπάρχουν σημαντικά στοιχεία διαλεχτικής, στα υπόλοιπα υπάρχει αυτή η έλλειψη. Δεν υπάρχει μια οργανική εξέλιξη στο σύστημα του Πλάτωνα. Η πλατωνική θεωρία, που φέρνει τις ιδέες κοντά τις υποθέσεις, δίδασκε, πως όλες αυτές οι υποθέσεις ανάγονται σε μια υποθετική βάση, την ιδέα του αγαθού, που αποτελεί κεντρικό πυρήνα της φιλοσοφίας του. Από την άποψη αυτή, ο χωρισμός που έκανε δεν του επέτρεπε να αναγάγει όλες αυτές τις επιμέρους έννοιες σε μια γενική έννοια. Ο Λένιν παρατηρεί στα «Φιλοσοφικά Τετράδια», ότι «η κριτική που κάνει στον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης, δεν αφορά μόνο την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα, αλλά αφορά γενικά ολόκληρο το ιδεαλιστικό σύστημα φιλοσοφίας». Με την κριτική του στην Πλατωνική φιλοσοφία, που αποτελούσε και το αποκορύφωμα του υποκειμενικού ιδεαλισμού, κατόρθωσε να την ξεπεράσει και να φτάσει στον αντικειμενικό ιδεαλισμό.

Γνωσιοθεωρία του Αριστοτέλη

Για τον Αριστοτέλη, η γνώση πηγάζει από τις αισθήσεις. Τα αισθήματα προκαλούνται από την επίδραση του εξωτερικού κόσμου πάνω στα αισθητήρια όργανα. ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΜΙΑ ΓΝΩΣΗ. Με τη θεμελιώδη αυτή θέση, η γνωσιολογία, κατά τον Λένιν, «προσεγγίζει τον υλισμό». Η εμπειρική φιλοσοφία χρησιμοποίησε πολλές φορές αυτή τη θέση του Αριστοτέλη (π.χ. ο Λοκ: τίποτε δεν είναι στη διάνοια, που δεν ήταν πριν στην αίσθηση). Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου, ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε υλιστής στην περιοχή της φιλοσοφίας. Γιατί μόλις περάσει από την αναγνώριση ότι η φύση υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέληση του ανθρώπου, στον προσδιορισμό των εξελικτικών της νομών, αναπτύσσει ιδεαλιστικές αντιλήψεις.

Αυτό οφείλεται στην αδυναμία της αριστοτελικής φιλοσοφίας να εννοήσει τις σχέσεις του μερικού με το καθολικό. Κατά τη γνώμη του, κάθε τι που υπάρχει, υπάρχει μόνο σαν κάτι το ξεχωριστό, σαν κάτι το ατομικό, που το συλλαμβάνουν μόνο οι αισθήσεις. Δηλαδή δεν μπορεί να δει την καθολική ουσία να υπάρχει μέσα σε επιμέρους πράγμα. Η επιστήμη, όμως, όπως έχει η ίδια εξελιχθεί, δεν περιορίζεται στην έρευνα της ύπαρξης των «καθ’ έκαστων» πραγμάτων, αλλά με τις έννοιές της εκφράζει το γενικό και το αναγκαίο. Ο Λένιν, κριτικάροντας σ’ αυτό το σημείο τον Αριστοτέλη, λέει ότι «ο άνθρωπος μπερδεύεται στη διαλεχτικής του γενικού και του ειδικού και της έννοιας και της αίσθησης». Και ακριβώς αυτός ο ξεχωρισμός του γενικού από το «καθ’ έκαστων», δηλαδή της έννοιας από το ιδιαίτερο αντικείμενο, είναι που έβαζε τα όρια στην ανάπτυξη της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Ακριβώς αυτός ο χωρισμός του μερικού από το γενικό αποτέλεσε ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα, όχι μόνο της νεώτερης φιλοσοφίας, αλλά και του εργατικού κινήματος… Η μαρξιστική θεωρία της γνώσης ξεκινάει από την ενότητα και σύγκρουση του μερικού με το καθολικό: «Ας αρχίσουμε από το απλούστατο, κοινότατο, συνηθισμένο κλπ., από μια οποιαδήποτε π ρ ο τ α σ η : Τα φύλλα ενός δέντρου είναι πράσινα. Ο Γιάννης είναι άνθρωπος. Ο Φίντο είναι σκύλος, κλπ. Εδώ έχουμε ήδη δ ι α λ ε χ τ ι κ η (όπως αναγνώρισε η μεγαλοφυΐα του Χέγκελ): το μερικό είναι το καθολικό (Αριστοτέλη «Μετά τα Φυσικά», μετάφραση του Schwegler, Bd. II, S. 40. 3. Buch 4. Kapitel, 8-9: «Ου γαρ θείημεν είναι τινάς οικίαν παρά τας τινάς οικίας»). Συνεπώς τα αντίθετα (το μερικό είναι το αντίθετο του καθολικού) είναι ταυτόσημα: το μερικό υπάρχει μόνο στη σύνδεση που το οδηγεί στο καθολικό. Το καθολικό υπάρχει μόνο μέσα στο μερικό και διαμέσου του μερικού. Κάθε μερικό είναι (με τον ένα ΄η τον άλλο τρόπο) καθολικό. Κάθε καθολικό αγκαλιάζει μόνο κατά προσέγγιση όλα τα μερικά αντικείμενα. Κάθε μερικό μπαίνει ανολοκλήρωτα μέσα στο καθολικό κλπ., κλπ. Κάθε μερικό συνδέεται με χιλιάδες μεταβάσεις με αλλά είδη μερικών (πράγματα, φαινόμενα, προτσέσα) κλπ. Εδώ ήδη έχουμε τα στοιχεία, τα σπέρματα, τις πλευρές, της α ν α γ κ α ι ό τ η τ α ς της αντικειμενικής σύνδεσης στη φύση κλπ. Εδώ ήδη έχουμε το τυχαίο και το αναγκαίο, το φαινόμενο και την ουσία, γιατί, όταν λέμε: ο Γιάννης είναι άνθρωπος, ο Φίντο είναι σκύλος, α υ τ ο είναι το φύλλο ενός δέντρου κλπ., π α ρ α β λ έ π ο υ μ ε μια σειρά από ιδιότητες σαν τα τ υ χ α ί ε ς , διαχωρίζουμε την ουσία από το φαινόμενο και αντιθέτουμε το ένα στο άλλο». (Λένιν: «Φιλοσοφικά Τετράδια», σελ. 137 της ελληνικής έκδοσης – Για το Ζήτημα της Διαλεχτικής).

Η Θεωρία της Ουσίας

Ο ιδεαλιστικός τρόπος, με τον οποίο προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα των σχέσεων του «γενικού» και του «καθ’ έκαστων», τον οδήγησε σε δυϊστικές αντιλήψεις, που είναι ολοφάνερες στη θεωρία του για τις κατηγορίες («κυρία γένη αποδόσεων»), που αποτελούν τις πιο βασικές μορφές και σχέσεις του Είναι. Φανερώνουν τις διάφορες θέσεις που παίρνουμε για να αντικρίζουμε τα όντα, ενώ οι ίδιες δεν έχουν από πάνω τους καμιά ανώτερη έννοια, ως γένος. Παραδέχεται 10 κατηγορίες: ουσία, ποσότητα, ποιότητα, αναφορά, τόπο, χρόνο, θέση, κατάσταση, ενεργεία, πάθημα. Οι πιο σπουδαίες είναι οι πρώτες τέσσερις και ανάμεσα σ’ αυτές η κατηγορία της ουσίας. Οι άλλες είναι παράγωγα τους.

Η ουσία αποτελεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το κύριο αντικείμενο της «πρώτης φιλοσοφίας» ΄η της μεταφυσικής. Παρά την προσπάθεια του να αποσπαστεί από την πλατωνική θεωρία των ιδεών και ενώ δέχεται ότι οι φιλοσοφικές έννοιες αντλούν το περιεχόμενο τους από την πολυμορφία του αντικειμενικού κόσμου, καθώς τις αποσπά από τα «είδη του είναι» για να τις αναγάγει στα «είδη της μαρτυρίας περί του είναι», τις ταυτίζει μερικές φορές με τα μέρη του λόγου (Γραμματική).

Η μεταφυσική στενότητα των αριστοτελικών αντιλήψεων σπάζει πολλές φορές και «είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικές, γενικά και παντού, οι ζωντανές συμβολές του στη διαλεχτικής και οι αξιώσεις του πάνω σ’ αυτήν» (Λένιν). Κάθε κατηγορία προϋποθέτει συνάφεια με τις υπόλοιπες και το αντικειμενικό κινούμενο Είναι της προσδίδει το περιεχόμενο της. Στην προσπάθεια του να καταλάβει τις αμοιβαίες σχέσεις και μεταβάσεις του Είναι, έχει τη δυνατότητα να πλάσει εύστροφες και ευλύγιστες λογικές έννοιες («ρέουσες κατηγορίες») τις ονομάζει ο Ενγκελς), που μπορούν να αντανακλούν τη διαλεχτικής της φύσης. «Ο Αριστοτέλης ερεύνησε κιόλας τις πιο ουσιαστικές μορφές της διαλεχτικής σκέψης», (Έγκελς: Αντί-Ντύρινγκ).

Είδος και Ύλη

(Η μεταφυσική του Αριστοτέλη)

Για τον Αριστοτέλη, όμως, το σπουδαιότερο ζήτημα είναι, ότι κάθε μεταβολή προϋποθέτει κάτι αμετάβλητο, όπως οι έννοιες κάτι αγέννητο: το υποκείμενο, που χάρη σ’ αυτό συντελείται η μεταβολή και οι ιδιότητες, που με τη μετάδοση τους στο υποκείμενο προκαλούν τη μεταβολή. Το υποκείμενο αυτό το ονόμασε ύλη, τις ιδιότητες, όπως κι ο Πλάτωνας, είδος (΄η μορφή). Ενώ έβλεπε την ύλη σαν το υπόστρωμα της μορφής, την αλλαγή της ύλης την έβλεπε σαν αποτέλεσμα των αλλαγών της μορφής. Δηλαδή, ότι η ουσία άλλαζε εξωτερικά με την επενέργεια της μορφής. Μ’ αυτό τον τρόπο χώριζε τη μορφή από την ύλη κι έβλεπε τη μορφή σαν κάτι το ενεργητικό, που άλλαζε την ίδια την ουσία. Δεν έβλεπε λοιπόν την εξέλιξη της μορφής σαν αποτέλεσμα των αλλαγών στην ουσία. Απ’ αυτή την άποψη απόρριψε την ατομική θεωρία, τη θεωρία του Δημόκριτου, βέβαια, η ατομική θεωρία είχε ελλείψεις, από την άποψη ότι τα άτομα τα έβλεπε σαν κάτι το αναλλοίωτο. Η «ρευστότητα» του Αριστοτέλη συγκρουόταν εδώ με μια υλιστική αντίληψη, «που δεν κρίνει αναγκαίο να ψάξει για την τελική αιτία των όντων». Στην ύλη δεν αναγνώριζε ιδιότητες. Τις ιδιότητες τις έβλεπε μόνο στο επίπεδο της μορφής.

Η μορφή αλλάζει. Η μορφή περνά από μια κατάσταση δυνατότητας σε μια κατάσταση ενέργειας. Από το εν δυνάμει, στο ενεργεία. Αυτό ακριβώς το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη, αυτό το γίγνεσθαι της μορφής, το ονόμαζε εντελέχεια (εντελώς έχειν ‘η έχει το εντελές, κάτι που έχει το σκοπό του (τέλος) μέσα του). Μια δύναμη που αιωρούνταν, κατά κάποιο τρόπο, ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που πρόκειται να γίνει πραγματικότητα. Αυτή ακριβώς η θεωρία του για την εντελέχεια ενέπνευσε αργότερα παρά πολλές θεωρίες, όπως την Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τον βιταλισμό (π.χ. Ντρίς).

Η ίδια βέβαια θεωρία της εντελέχειας, μιας δύναμης άϋλης, που προκαλεί αυτές τις μεταβάσεις από το δυνάμει στο ενεργεία, από μια κατάσταση δηλαδή παθητική σε μια κατάσταση ενεργητική, εμπνεύσανε, παρά πολλές αντιδραστικές θεωρίες αργότερα, γιατί στη θέση της εντελέχειας μπήκε ο Θεός. Αλλά ενώ ο Αριστοτέλης έβλεπε τη μορφή σαν εμπόδιο στην πραγμάτωση της ύλης, ενώ έβλεπε την κίνηση σαν πρωταρχικό, σε σχέση με την ύλη, και την ύλη σαν εκδήλωση της ίδιας της κίνησης, κατέληξε σε παρά πολύ μυστικιστικές αντιλήψεις. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην προσπάθεια του να αντικρούσει τις πλατωνικές θεωρίες και να καταπολεμήσει τις μηχανιστικές αντιλήψεις των ατομικών φιλοσόφων, «αξιοθρήνητα επιστράτευσε το Θεό», για να αντιμετωπίσει τον υλιστή Λεύκιππο και τον ιδεαλιστή Πλάτωνα (Λένιν: Τόμος 38, αγγλική έκδοση).

Οι διαλεκτικές στιγμές στον Αριστοτέλη

Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε εδώ, είναι οι διαλεκτικές στιγμές που υπάρχουν στη βασική αυτή θεωρία του Αριστοτέλη για την εξέλιξη της ουσίας: πρώτα – πρώτα η αμοιβαία σχέση ανάμεσα στην ύλη και τη μορφή, σαν δυνατότητα και σαν πραγματοποίηση, είναι μια πολύ βασική διαλεκτική αντίληψη, κάτι που υπάρχει στον Χέγκελ και περνάει στον διαλεχτικό υλισμό – μια σχέση ενότητας, σύγκρουσης, αλληλοδιείσδυσης και μετατροπής ανάμεσα στην ύλη και τη μορφή. Με μόνη τη διαφορά, ότι η αλλαγή δεν οφείλεται σε μια εσωτερική, αυτοδύναμη κίνηση, όπως αργότερα ανάλυσε ο Χέγκελ, αλλά στην εντελέχεια, σε μια δύναμη που δεν υπάρχει μέσα στα ίδια τα πράγματα, μέσα στην ίδια την ουσία, αλλά είναι κάτι που αναπτύσσεται εξωτερικά.

Μια άλλη διαλεχτικής στιγμή στον Αριστοτέλη είναι η σύλληψη του Είναι μέσα στο Γίγνεσθαι – το Είναι μπορεί να μεταβαίνει από τη μια στην άλλη κατάσταση. Αυτή όμως η μετάβαση, που οφείλεται στην εντελέχεια, έβαλε και τα όρια στην ανάπτυξη της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Και αυτά τα όρια είναι εμφανή, όταν ο Αριστοτέλης περνάει στη θεωρία της αιτιότητας και αρχίζει να μελετάει μορφές της κίνησης.

Φυσικοφιλοσοφικές αντιλήψεις

Εφόσον η εντελέχεια, σαν μια εξωτερική δύναμη, προκαλεί τις μεταβολές στην ύλη και στις μορφές της, απ’ αυτή την άποψη, η κίνηση έρχεται απέξω στα υλικά πράγματα. Αν και η κίνηση είναι αιώνια, δεν είναι παρόλα αυτά μια αυτοδύναμη κίνηση, αλλά μια επενέργεια που εμπεριέχει σκοπιμότητα, υπάρχει ένας σκοπός μέσα σ’ αυτή την κίνηση. Και βέβαια, αυτός ο σκοπός δινόταν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, από μια πρωταρχική ύλη, όπως έλεγε.

Η πρωταρχική ύλη, που ήταν αιώνια και αγέννητη, ήταν η ψυχή του ίδιου του Είναι. Το Είναι, δηλαδή, ήταν η ενεργητική μορφή μιας παθητικής κατάστασης που ονόμαζε πρωταρχική ύλη. Θεωρούσε την ποιότητα της στη φύση σταθερή και, εφόσον ήταν ολοκληρωτικά μαθητική, δεν μπορούσε να μορφοποιήσει κανένα σώμα από μόνη της. Επομένως, η μορφή ήταν ανεξάρτητη απ’ αυτήν.

Η σκέψη του Αριστοτέλη, ότι μορφή και ύλη αλληλεπιδρούν, ήταν καρπός της πολεμικής του ενάντια στον πλατωνικό ιδεαλισμό. Η απόσπαση όμως της μορφής από την ύλη, τον έσπρωξε στην ιδέα του Θεού, που είναι «η νοούσα εαυτήν νόησις». Ο Λένιν σημειώνει: «Αυτό είναι βασικά ιδεαλισμός, αλλά πιο αντικειμενικός και πιο απομακρυσμένος από τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα, γι’ αυτό και στη φιλοσοφία της φύσης σημαίνει, πολύ συχνά, ότι και ο υλισμός». (Λένιν: Τόμος 38, σελ. 282 της αγγλικής έκδοσης).

Η έννοια της κίνησης και οι μορφές της

Η εμφάνιση των σωμάτων, που είναι αποτέλεσμα της μορφοποίησης της ύλης, ανήκει για τον Αριστοτέλη στην έννοια της κίνησης, που αποτελεί την κεντρική κατηγορία στην περί φύσης θεωρία του. Καταλάβαινε πολύ καλά, ότι αληθινή γνώση μπορεί να προκύψει μόνο από την έρευνα της κίνησης. Συμφωνώντας με τον Δημόκριτο, μίλησε για την αντικειμενικότητα και την αιωνιότητα της κίνησης.

Ενώ όμως υποστήριζε ότι η κίνηση είναι σκόπιμη, έβλεπε ταυτόχρονα ότι η κίνηση παίρνει του κόσμου τις χαώδεις μορφές. Κι αυτές τις χαώδεις μορφές τις ονόμαζε «δυσμορφίες». Μια απ’ αυτές ήταν και η «οχλοκρατία», στην οποία εξελίσσεται η δημοκρατία, όπως έλεγε. Ότι χαλάει την τάξη στο σύμπαν, χάνει τη σκοπιμότητα του. Με βάση αυτή την αντίληψη, άρχισε να μελετάει τα είδη της κίνησης. Διέκρινε 6 μορφές κίνησης, με κεντρικότερη τη μετατόπιση στο χώρο. Έτσι έπαυε η κίνηση να είναι μια αλλαγή, όπως στη διαλεκτική φιλοσοφία – γινόταν μια απλή, μηχανική μετατόπιση στο χώρο. Σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό οι μηχανιστικές, μηχανοκρατικές αντιλήψεις, που κυριάρχησαν όλη την περίοδο της κλασσικής μηχανικής (Νεύτων). Αυτή η προσέγγιση, που δεν έβλεπε την κίνηση σαν τη μετάβαση στο άλλο, τον οδήγησε στην άποψη, ότι η πιο εξελιγμένη και απεριόριστη μορφή κίνησης είναι η καμπύλη κίνηση. Αντίθετα, έλεγε, η ευθύγραμμη κίνηση είναι πεπερασμένη.

Ξεκινώντας από τη βεβαιότητα ότι η «σφαίρα» είναι η πιο τέλεια μορφή, κατάληξε στη σφαιρικότητα των ουρανίων σωμάτων και σε μια γεωκεντρική θεωρία για το σύμπαν. Τα αστέρια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι καρφωμένα στον ουρανό και στρέφονται μαζί μ’ αυτόν, ενώ οι πλανήτες κινούνται σε επτά ομόκεντρους κύκλους. Αιτία της κίνησης του ουρανού είναι ο Θεός. Μέχρι την εποχή του Κοπέρνικου, η αμφισβήτηση αυτών των θεωριών του Αριστοτέλη, που αποτελούσαν και το θεμέλιο του Πτολεμαϊκού συστήματος, ήταν αμάρτημα και τιμωρούνταν από την Ιερή Εξέταση με τον δια πυρράς θάνατο! Είναι γνωστή η περιπτώσει του Γαλιλαίου, που αναγκάστηκε να αποκηρύξει την ηλιοκεντρική θεωρία του, γιατί συγκρουόταν με την «αυθεντία» του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου.

Ύλη και Συνείδηση

Εκείνο όμως που αποτέλεσε σκάνδαλο για ολόκληρη τη φιλοσοφία του, ήταν το πέρασμα από την ύλη στη συνείδηση: η ψυχή είναι μια ιδιαίτερη «πρώτη εντελέχεια» του πραγματικού Είναι. Οι «ψυχικές μεταβολές» εξαρτώνται από τη «σωματική κατάσταση», αλλά η ζωή είναι μια δραστηριότητα της ψυχής! Η «αποσύνθεση και η σήψη του σώματος» επέρχεται τη στιγμή που χάνεται η ψυχή. Ιδεαλιστικές και υλιστικές απόψεις μετατρέπονται σε αμάγαλμα κι ο Αριστοτέλης ξαναμπλέκεται στα δίχτυα του ιδεαλισμού και του Πλάτωνα.

Η αδυναμία αυτή γίνεται ολοφάνερη, όταν εγκαταλείπει την υλιστική άποψη, ότι πηγή της γνώσης είναι οι αισθήσεις κι ότι ο άνθρωπος φτάνει σε υψηλότερο σκαλοπάτι γνώσης με τη νοητική γενίκευση της κοινωνικής πράξης. Ξαναπέφτει στον ιδεαλισμό, ανακηρύσσοντας τη «λογική ψυχή» σε πηγή γνώσης ανεξάρτητη από το σώμα.

Η Τυπική Λογική

Η «λογική σκέψη» γίνεται αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Ο Αριστοτέλης εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στις έννοιες, που αντιστοιχούν στις σχέσεις των ίδιων των πραγμάτων, και προχωρεί σε μια φυσικοϊστορική περιγραφή των ήδη σχηματισμένων μορφών σκέψης, συστηματοποιώντας και ερευνώντας τις πιο βασικές. Έτσι γίνεται ο θεμελιωτής της τυπικής λογικής, που αποτέλεσε τεράστια συνεισφορά στην ανθρώπινη σκέψη και έκανε τον Καντ να δηλώσει, πως «η λογική, από τον καιρό του Αριστοτέλη, δεν έχει κάνει βήματα ούτε μπρος ούτε πίσω», (Κριτική του Καθαρού Λόγου β7).

Με τον τίτλο «Όργανο», τον 6ο μ.Χ. αιώνα, συγκεντρώθηκαν τα κυρίως λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλη. Από τότε άνοιξε η συζήτηση, αν η λογική είναι ένα εργαλείο της φιλοσοφίας ΄η ένα μέρος της. Οι θετικιστές υποστήριξαν την πρώτη, οι μεταφυσικοί συντάχθηκαν με τη δεύτερη άποψη. Αν είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς το Κεφάλαιο του Μάρξ, χωρίς τη μελέτη της Λογικής του Χέγκελ, είναι το ίδιο αδύνατο να καταλάβει τον Αριστοτέλη, χωρίς την προηγούμενη εξέταση της αριστοτελικής Λογικής ΄η αναλυτικής, όπου, σύμφωνα με τον Λένιν, «η αντικειμενική λογική ανακατεύεται παντού με την υποκειμενική και, μάλιστα, κατά τρόπο που η α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή φαίνεται παντού». Μολονότι δεν ήταν υλιστής, επέμενε, πως ο αισθητός κόσμος πρέπει να αποτελεί το κύριο αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας και η φιλοσοφική σκέψη αυτόν πρέπει να έχει αφετηρία στις αναζητήσεις της.

Η επιστημονική γνώση πρέπει να υψωθεί από το μερικό στο γενικό και για να εξηγήσει το αποτέλεσμα πρέπει να ερευνήσει τις αιτίες. Η σκέψη πρέπει να κοπιάσει, να μοχθήσει, για να φτάσει στις ανώτερες βαθμίδες που βρίσκονται οι γενικές έννοιες, όσο κι αν η «λογική ψυχή» μπορεί να γνωρίσει τα πάντα. Από τις αισθήσεις, διαμέσου των αναμνήσεων, μπορούμε να περάσουμε στην εμπειρία και από εκεί στην επιστήμη (αληθινή γνώση), (βλ. Αναλυτικά Ύστερα., ΙΙ, 19).

Ενώ όμως, αντίθετα από τους σκεπτικιστές, παραδεχόταν την εγκυρότητα των αισθήσεων, δεν έφτασε να δεχτεί μια μόνο αντικειμενική πραγματικότητα και αναγνώριζε στη νόηση υπεροχή και αυτονομία από την ύλη. Στοιχεία της νόησης είναι οι έννοιες, οι κρίσεις (αποφάνσεις) και οι συλλογισμοί, που είναι οι βασικοί τύποι με τους οποίους κινούνται οι έννοιες. Κάθε κρίση είναι αποτέλεσμα ενός συλλογισμού, επαγωγικού ΄η παραγωγικού.

Οι δυο αυτές μέθοδες επιστημονικής έρευνας δεν μπορούν να αποδείξουν τις πρώτες αρχές κάθε επιστήμης, γιατί «είναι φανερό, ότι δεν είναι δυνατόν να αποδείξει κανείς τας έκαστου ιδίας αρχάς».

Οι αρχές της Λογικής

«Ότι σε μια έννοια η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από μας, καθώς και από την κρίση μας, είναι τόσο σταθερό στην αριστοτελική φιλοσοφία, όσο και το γεγονός, ότι εμφανίζεται αληθινή ΄η ψεύτικη με την ενεργεία μας. Χωρίς όμως αυθύπαρκτη αρχή αυτό δεν γίνεται. Αυτή την αρχή ύψωσε ο Αριστοτέλης σε κυρία κατηγορία της φιλοσοφίας του». (J. M. ZEMB, «Αριστοτέλης»).

Ανάμεσα στο μεγάλο αριθμό των αρχών που διακρίνει, ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει εκείνες που σχετίζονται με μια ιδιαίτερη επιστήμη, από εκείνες που ισχύουν σαν πρώτες ΄η ύψιστες αρχές, γιατί δεν μπορούν να μπουν όρια στην έννοια και την ισχύ τους. Αυτές είναι δυο: η αρχή της αντίφασης και η αρχή της απόκλισης του μέσου ΄η τρίτου. Η αρχή της ταυτότητας δεν ανήκει σ’ αυτές τις ύψιστες αρχές. Στα «Μετά τα Φυσικά» (IV, 3) πραγματεύεται τις δυο πρώτες, γιατί πρώτα είναι οντολογικές, και γίνονται λογικές αρχές, εξαιτίας του παραλληλισμού είναι και νοείν.

Αντίφαση

Για τον Αριστοτέλη, η αρχή της αντίφασης είναι η πηγή της τάξης, η πέτρα πάνω στην οποία μπορεί κανείς να κτισει, το δεδομένο που αντέχει σ’ όλες τις αμφιβολίες και τα ερωτήματα. «Το ίδιο πράγμα είναι αδύνατο να υπάρχει και να μην υπάρχει ταυτόχρονα» (Μετά τα Φυσικά, 3,3) «Είναι αδύνατο μαρτυρίες που είναι αντιφατικές μεταξύ τους να είναι ταυτόχρονα αληθινές». «Είναι αδύνατο να ισχυρίζεται κανείς κάτι στ’ αλήθεια και συγχρόνως να το αρνείται». «Αυτή είναι η πιο ισχυρή απ’ όλες τις αρχές». (Μετά τα Φυσικά, 3,6).

Ακόμα κι αν πολλές άλλες αρχές έχουν προκύψει με την επαγωγή κι έχουν ανάγκη από επαλήθευση, όμως η αρχή της αντίφασης βρίσκεται πραγματικά στην αρχή: «Γι’ αυτό όλοι, όσοι προσπαθούν να αποδείξουν, ανάγουν τις αποδείξεις τους σ’ αυτή την αρχή, σαν να είναι η έσχατη πίστη. Γιατί αυτή η αρχή είναι από τη φύση της η πηγή και των άλλων αξιωμάτων». (Μετά τα Φυσικά, 3,3). Η αρχή της αντίφασης είναι στην πραγματικότητα η αντανάκλαση στη νόηση του ποιοτικού διαφορισμού των αντικειμένων. Αντανακλά το κοινό γεγονός πως, αν παρασυρθούμε από τις μεταβολές του, το αντικείμενο δεν μπορεί να έχει ταυτόχρονα αλληλοαποκλειόμενες ιδιότητες.

«Συνήθως απορρίπτουν την Αντίφαση κυρίως από τα πράγματα, από το υπάρχον ον και το αληθινό γενικά, και ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τίποτε αντιφατικό. Έπειτα τη μετατοπίζουν σε μια υποκειμενική αντανάκλαση, που δεν θέτει την αντίφαση παρά μόνο σε σχέση και σε σύγκριση μαζί της. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε σ’ αυτήν την αντανάκλαση, γιατί είναι αδύνατο να φανταστούμε ΄η να σκεφτούμε τίποτε αντιφατικό. Είτε βρίσκεται λοιπόν μέσα στο πραγματικό είτε στη νοητική παράσταση, η Αντίφαση θεωρείται κάτι τυχαίο, ένα είδος ανωμαλίας ΄η νοσηρού παροξυσμού που γρήγορα θα περάσει». (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια. Παράθεση από τη Λογική του Χέγκελ, σελ. 46, ελλην. Έκδοση).

«Αλλά η ίδια η κοινή πείρα μας λέει, ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας ορισμένος αριθμός αντιφατικών πραγμάτων, αντιφατικών θεσμών, κ.ο.κ., που η αντίφαση τους δεν βρίσκεται απλώς και μόνο σε μια εξωτερική αντανάκλαση, αλλά είναι παρούσα μέσα στα ίδια τα πράγματα. Αλλά ακόμα περισσότερο δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν μια απλή ανωμαλία που συμβαίνει εδώ κι εκεί, αλλά είναι αντίθετα το Αρνητικό μέσα στον ουσιαστικό προσδιορισμό του, η α ρ χ ή κ ά θ ε α υ τ ο δ ύ ν α μ η ς κ ί ν η σ η ς, που δεν συνιστά τίποτε άλλο από μια απεικόνιση της Αντίφασης. Η ίδια η εξωτερική αισθητή κίνηση είναι η άμεση της ύπαρξη… Πρέπει να αναγνωρίσουμε στους αρχαίους διαλεκτικούς τις αντιφάσεις που απόδειξαν στην κίνηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνηση, αλλά μάλλον ότι η κίνηση είναι η ίδια η υ π ά ρ χ ο υ σ α αντίφαση». Ο.π.π. σελ. 46-47).

«Ο “έλλογος” όμως στοχασμός του Αριστοτέλη περιορίζεται “στην κατανόηση και τη διατύπωση της αντίφασης. Αν και δεν εκφράζει την έννοια των πραγμάτων και των σχέσεων τους, και έχει σαν υλικό και περιεχόμενο μόνο τους προσδιορισμούς της φαντασίας, εντούτοις βάζει αυτούς τους προσδιορισμούς σε μια ορισμένη σχέση που περικλείνει την αντίφαση τους και αφήνει να φανεί η έννοια τους διαμέσου αυτής της ιδίας της αντίφασης». ΄ο.π.π., σελ. 48-49 ελλην. Έκδοσης).

«Αντίθετα, ο “Σκεπτόμενος Λόγος” οξύνει την αμβλυμμένη διαφορά της πολλαπλότητας, την απλή ποικιλομορφία των παραστάσεων, ώσπου να δημιουργήσει μια ο υ σ ι α σ τ ι κ ή διαφορά, δηλ. μια Α ν τ ί θ ε σ η . Μόνο όταν οδηγηθούν ως το κρίσιμο σημείο της αντίφασης οι διάφορες οντότητες γίνονται ενεργητικές (regsam) και ζωντανές στη σχέση τους μεταξύ τους, αποκτούν εκείνη την αρνητικότητα, που είναι ο σ τ α θ ε ρ ό ς σ φ υ γ μ ός τα τ η ς α υ τ ο δ ύ ν α μ η ς κ ί ν η σ η ς κ α ι τ η ς ζ ω τ ι κ ότ η τ α ς». (΄ο.π.π. σελ. 49-50)

Η αρχή της του τρίτου αποκλίσεως

Στην αρχή της αντίφασης εντάσσει ο Αριστοτέλης την αρχή του «αποκλειομενου τρίτου ΄η μέσου»: «Είναι αναγκαίο ένα μόνο μέρος της αντίφασης να είναι αληθινό. Εάν, σε συνέχεια, είναι αναγκαίο είτε να καταφασκουμε τα πάντα είτε να τα αρνιομαστε είναι αδύνατο να είναι και τα δυο ψευδή. Γιατί μόνο το ένα σκελος της αντίφασης είναι ψευδες». (Μετά τα Φυσικά 3,8).

Αν βέβαια αυτό σημαίνει πως καθετί έχει το θετικό και αρνητικο του προσδιορισμό, κανείς δεν θαχε λόγο να διαφωνησει. «Αλλά αν εννοείται, όπως γενικά εννοείται, ότι, απ’ όλα τα κατηγορηματα είναι κατάλληλο είτε ένα δοσμένο κατηγορημα είτε το μη – Είναι του, τότε αυτό είναι μια “κοινοτυπια”!!!Το Πνεύμα… είναι γλυκό ΄η “όχι γλυκό”; Πράσινο ΄η όχι πρασινο; Ο προσδιορισμός πρέπει να οδηγήσει μέχρι την προσδιοριστικοτητα, αλλά σ’ αυτήν την κοινοτυπια δεν οδηγεί πουθενά». (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 45 ελλην. Έκδοση).

Επομένως στην πρόταση «Κάτι είναι Α είτε όχι Α: δεν υπάρχει τρίτο», υπάρχει ένα τρίτο μέσα σ’ αυτή την ίδια τη θέση. Το ίδιο το Α είναι το Τρίτο, γιατί το Α μπορεί να είναι ταυτόχρονα + Α και – Α (αντίθετα με τη νεκρη ταυτότητα της τυπικής Λογικής). «Το ίδιο το Κάτι είναι λοιπόν ο τρίτος όρος που υποτίθεται ότι αποκλείεται» (Χέγκελ) – σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και το λογικό ρασιοναλισμο των νεωτερων χρόνων (Λάιμπνιτς). Αντίθετα, η διαλεχτική Λογική αποδείχνει ότι «κάθε συγκεκριμένο πράγμα, κάθε συγκεκριμένο κάτι, βρίσκεται σε πολυποικιλες και συχνά αντιφατικές σχέσεις με καθετί άλλο, συνεπώς, είναι ο εαυτος του και ταυτόχρονα κάτι άλλο». (΄ο.π.π. σελ. 45).

Η αρχή του αποχρώντος (επαρκούς) λόγου και η αιτιότητα

Ο φιλόσοφος όμως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν πρέπει να τείνει στο άμεσα προσδιορισμένο Είναι, αλλά πρέπει να περάσει στο λόγο της ύπαρξης του, στον αποχρώντα λόγο του, στην αίτια του. Ο Λάιμπνιτς, που έκανε βάση της φιλοσοφίας του αυτή την αρχή, την ξεχώρισε από την αιτιότητα με τη στενή της έννοια, σαν μηχανικού τρόπου δράσης, αναζητώντας τη σχέση των αιτιών.

Τι είναι όμως αίτια για τον Αριστοτέλη:

α) η πρώτη ύλη από την οποία γίνεται κάτι.

β) η μορφή και το αρχέτυπο, δηλ. η έννοια του όντος.

γ) το σημείο αφετηρίας για αλλαγή και κίνηση (π.χ. ο πατέρας για το παιδί).

δ) ο σκοπός (π.χ. η υγειά είναι ο σκοπός του περιπάτου).

Χωρίς την κατανόηση των αιτιών είναι αδύνατη η πλήρης γνώση, κατά τον Αριστοτέλη. Με το να γνωρίζουμε το γενικό δεν κόβουμε τη δίψα της γνώσης. Πρέπει να διεισδυσουμε στα αίτια.

Η αιτιότητα ισχύει γι’ αυτόν σαν μια ενεργη θέση αιτιών, που στηρίζεται στη φύση και τις φυσεις (δομές): Ακούραστα περιγράφει το χτιστη που χτίζει, το γιατρό που δίνει φάρμακα. Η αποφασιστική όμως αρχή είναι γι’ αυτόν ο σκοπός, απ’ τον οποίο πρώτα πηγάζει η αναγκαιότητα της κίνησης και συγχρόνως εκείνο που σταματάει την κίνηση, δηλ. η ολοκλήρωση της μορφής. Ο σκοπός δεν βρίσκεται αναγκαστικά στην αρχή της ύπαρξης των πραγμάτων, και γι’ αυτό μιλάει για τη δημιουργία του Θεού. Αλλά το νόημα που φωλιαζει σ’ αυτόν τον σκοπό είναι ο Θεός.

«Η φύση απ’ όλες τις δυνατότητες πραγματωνει την καλύτερη».

Μ’ αυτή την πρόταση συνδέονται πολλές σχετικές θέσεις, που η κατανόηση τους χρειάζεται τον τρόπο που λειτουργούν οι κομπιουτερς, όπου οι αυτορυθμιζομενοι μηχανισμοί συνδέουν αφορμή – αίτια – σκοπό. Η άποψη αυτή του Αριστοτέλη για τη συνάφεια των αιτιών έχει τεράστια σημασία για τις φυσικές επιστήμες. Στις βιολογικες του έρευνες π.χ. ο Αριστοτέλης προσωρινά αναβαλλει να μιλήσει για τελικά φαινόμενα. Γι’ αυτόν σημασία έχει ότι το «Είναι» είναι κάτι το περιεκτικό, που η μορφή δρα μέσα του σαν σκοπός. Η αιτιότητα στο σύνολο του έργου του αποτελεί το νήμα που διαπερνά όλη τη σκέψη του, συνοψίζει τα πάντα. «Αυτό όμως που παρουσιάζεται σαν δραστηριότητα της μ ο ρ φ ή ς αποτελεί εξίσου την πραγματική κίνηση της ιδίας της Ύ λ η ς». (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 51, ελλην. Έκδοσης). Παραφράζοντας τα λόγια του Λένιν για τον Χέγκελ, θα λέγαμε ότι «εδώ έχετε την εικόνα του κόσμου σύμφωνα με τη Λογική του Αριστοτέλη – φυσικά μείον το Θεό και τον Απόλυτο σκοπό».

Η αρχή της ταυτότητας

«Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι ήταν όλοι από τη φύση τους διαλεκτικοί. Και ο Αριστοτέλης, η πιο καθολική διάνοια ανάμεσα τους, είχε ήδη αναλύσει τις πιο ουσιαστικές μορφές της διαλεκτικής σκέψης. Εντούτοις, η διαλεκτική παράμεινε εμβρυακό στοιχείο στην ελληνική σκέψη. Οι έλληνες φιλόσοφοι δεν πέτυχαν και δεν μπορούσαν να πετύχουν ν’ αναπτύξουν τις σκόρπιες οξύτατες ενοράσεις σε επιστημονικό σχήμα». (Ενγκελς).

Γιατί;

«Έπρεπε πρώτα να εξεταστούν τα πράγματα προτού μπορέσουν να εξεταστούν τα προτσές. Έπρεπε πρώτα να ξέρει κανείς τι ήταν ένα οποιοδήποτε πράγμα, για να μπορέσει έπειτα να καταπιαστεί με τις αλλαγές που παθαίνει… Η παλιά μεταφυσική, που θεωρούσε τα πράγματα αποτελειωμένα, γεννήθηκε από μια επιστήμη της φύσης που ερευνούσε τα νεκρά και ζωντανά πράγματα σαν αποτελειωμένα». (Έγκελς: Ο Λ. Φόυερμπαχ και το τέλος της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας).

Το πρωτόγονο επίπεδο της αρχαίας τεχνολογίας και των μαθηματικών, που ήταν εντελώς απομακρυσμένα από κάθε σχέση με τη φύση, οδήγησαν στους αφηρημένους και στατικούς «νόμους της σκέψης», με αποκορύφωμα το «νόμο της ταυτότητας», που δεν ξεπερνά την εμπειρική ταξινόμηση και σύγκριση των ιδιοτήτων αντικειμένων που δεν είχαν καμία ποσοτική σχέση μεταξύ τους: Α=Α («αν καθετί είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του, δεν είναι ξεχωριστό από αυτόν, δεν περιέχει καμιά αντίθεση και δεν έχει καμιά βάση»).

«Η ουσία είναι…απλή ταυτότητα με τον εαυτό της», σε βαθμό μάλιστα που η αμφισβήτηση αυτής της αρχής να ισοδυναμεί με το ότι «έχει καταλυθεί η λ ο γ ι κ ή σ υ ν ε ί δ η σ η και το γεγονός μπορεί πλέον να έχει σημασία μόνο για την ψυχολογία (΄η για την ψυχοπαθολογία) (!), (Ε. Παπανούτσου: Λ ο γ ι κ ή , σελ. 190).

Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για την κοινή αντίληψη, που αντιπαραθέτει την ομοιότητα και τη διαφορά, χωρίς να κατανοεί «αυτή την κίνηση της μετάβασης του ενός απ’ αυτούς τους προσδιορισμούς στον άλλο». (Χέγκελ, Λογική). Οι οπαδοί του «νόμου της ταυτότητας» μετατρέπουν αυτή την άδεια ταυτολογία σε μια μονόπλευρη προσδιοριστικότητα, που αυτή καθεαυτή περιέχει μονάχα τυπική αλήθεια, αφηρημένη και ατελή και αντανακλά, σύμφωνα με τον Χέγκελ, τη «συνηθισμένη τρυφερότητα προς τα πράγματα, που η μόνη της φροντίδα είναι πώς να μην έρθουν σε αντίφαση το ένα με το άλλο», πράγμα που αποτελεί και τον ταξικό – πολιτικό πυρήνα της κοινωνικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.

Είναι λάθος επομένως να αντιλαμβανόμαστε το «νόμο της ταυτότητας» σαν ένα στατικό δεδομένο, που η αναγνώριση του «είναι μια απαραίτητη συνθήκη, για να γίνει κανείς επαναστάτης σοσιαλιστής», όπως ισχυρίζεται ο Νόβακ στο «Εισαγωγή στη Λογική του Μαρξισμού». «Ο άνθρωπος έχει μάθει το νόμο της ταυτότητας μέσα από τα εκατομμύρια χρόνια της κοινωνικής πρακτικής του, πολύ πιο πριν από τότε που μπόρεσε να τον σχηματοποιήσει, χρησιμοποιώντας αφηρημένες γενικές έννοιες. Ο νόμος της ταυτότητας είναι μόνο μια μονόπλευρη διατύπωση ενός προστέσου που συσχετίζει αυτό που παραμένει το ίδιο μέσα στις πολύπτυχες αλλαγές που υφίσταται καθετί μέσα στη φύση. Αυτό το προτσές έμεινε βασικά απαρατήρητο, σ’ αυτούς που πρώτοι διατύπωσαν το νόμο της ταυτότητας στην Ελλάδα». (Αλεξ. Στάϊνερ: «Η Φιλελεύθερη Φιλοσοφία του Τζορτζ Νόβακ», σελ. 9-10, ελλην. Έκδοση).

Η Τυπική Λογική και το Εργατικό Κίνημα

Η τυπική λογική – αντίθετα με τους αστούς ακαδημαϊκούς και το Νόβακ – δεν είναι μια υπεριστορική πραγματικότητα. Ως την επικράτηση του καπιταλισμού, ήταν η πιο υψηλή κατάκτηση της ανθρώπινης σκέψης και έπαιξε προοδευτικό ρόλο στην εποχή της. Εκλεκτικιστική εξέταση των «καλών» και «κακών» πλευρών της που επιχειρείται από το Νόβακ, συσκοτίζει το ζήτημα και αγνοεί την ιστορική της καταγωγή. Η ίδια η μπουρζουαζία, στην άνοδο της, αναζήτησε μια λογική, που δεν ήταν φυλακισμένη μέσα στις προκαθορισμένες κατηγορίες της Αριστοτελικής Λογικής. Οι επαναστατικές ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου, του Νεύτωνα, δημιούργησαν τεράστια ρήγματα στο κοινό φρούριο της Αριστοτελικής μεταφυσικής λογικής και της καθολικής Θεολογίας.

Σήμερα, η μπουρζουαζία γυρίζει πίσω στην τυπική λογική, πίσω στον Καντ, απορρίπτοντας τη διαλεκτική, που σε καμιά περιπτώσει δεν αποτελεί ποσοστική ανάπτυξη ΄η συμπλήρωση της, όπως ισχυρίζεται ο Νόβακ. Ο ρόλος της σήμερα είναι εντελώς αντιδραστικός, γιατί θέλει «να κρατήσει την εργατική τάξη δεμένη στην μπουρζουαζία. Σήμερα, οι a priori κατηγορίες της τυπικής λογικής αντικαθρεφτίζουν το είδος του κόσμου που αποζητά η μπουρζουαζία, ένα αιώνια προκαθορισμένο καπιταλιστικό κόσμο, όπου οι εκμεταλλευτές παραμένουν εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλευόμενοι παραμένουν εκμεταλλευόμενοι. Να συμβιβαστείς με την τυπική λογική σημαίνει να συμβιβαστείς με την μπουρζουαζία. Στην ουσία ο Νόβακ αυτό κάνει». (Αλεξ. Στάϊνερ, ΄ο.π.π., σελ. 11 ελλην. Έκδοση).

Στα θεμελιακά ζητήματα της πάλης, η επανάσταση πρέπει να στηρίζεται στην ανώτερη εξέλιξη των επιστημών, και όχι στα δεκανίκια μιας κοντόφθαλμης αντίληψης. Πρέπει να καταπιαστούμε με την έρευνα των εσωτερικών αντιφάσεων της διαλεκτικής εξέλιξης, για να μπορούμε να προσδιορίσουμε τα ποιοτικά άλματα της, σε μια εποχή απότομων και ραγδαίων αλλαγών.

Τα έργα του Αριστοτέλη

Πριν τελειώσουμε, πρέπει να πούμε λίγα λόγια για το πολύπλευρο συγγραφικό έργο του Αριστοτέλη. Αυτό χωρίζεται σε δυο κατηγορίες:

α) στα διδακτικά συγγράμματα, που προορίζονταν για τους μαθητές του Λυκείου σε μορφή σημειώσεων που εκδίδονταν.

β) στους διαλόγους ΄η εξωτερικούς λόγους, που προορίζονταν για το πλατύ κοινό.

Στους τελευταίους χρωστά ο Αριστοτέλης τη φήμη του, παρά το γεγονός ότι σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα τους. Ο πληρέστερος κατάλογος των έργων του Αριστοτέλη συντάχθηκε από δυο Άραβες αριστοτελικούς φιλοσόφους του 8ου μ.Χ. αιώνα και περιλαμβάνει μόνο 162 έργα από τα 1.000 που έγραψε, όπως μεταφέρει μια σχετική πηγή. Αυτή την «εγκυκλοπαίδεια», που περιείχε «όλη την αφαίρεση γνώσης» από την εποχή του, μπορούμε να την χωρίσουμε σε επιστημονικές συλλογές:

α) Λογικά συγγράμματα, γνωστά με το όνομα Όργανον:

1) Κατηγορίαι (βασικές μορφές της ουσίας, του όντος).

2) Περί ερμηνείας (για τις Κρίσεις)

3) Αναλυτικά πρότερος (συλλογισμός)

4) Αναλυτικά ύστερα (απόδειξη, ορισμός, διαίρεση).

5) Τοπικά (τρόποι έρευνας και συζήτησης).

6) Περί σοφιστικών ελέγχων (για τα σοφίσματα).

Εδώ μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τα «περί τέχνης ρητορικής», «περί ποιητικής», καθώς και τα «Μετά τα Φυσικά», η Πρώτη Φιλοσοφία, όπου έρευνα τις πρώτες αιτίες των όντων.

β) Τα Φυσικά: 1. Περί φυσικής ακροάσεως (8 βιβλία). 2. Περί ουρανού. 3. Περί γενέσεως και φθοράς. 4. Μετεωρολογικά. 5. Περί κόσμου.

γ) Βιολογικά: Περί τα ζώα ιστορία. 2. Περί ζώων μορίων. 3. Περί ζώων γενέσεως. 4. Περί της κοινής των ζώων κινήσεως. 5. Περί ζώων πορείας. Επίσης το «Περί Ψυχής», εφόσον εξετάζει την ψυχή σε άμεση σχέση με τη ζωή, και τα «Μικρά Φυσικά».

δ) Ηθικά και πολιτικά: 1. Ηθικά Νικομάχεια (10 βιβλία). 2. Τα Μεγάλα ηθικά. 3. Ηθικά Ευδήμεια (7 βιβλία). 4. Αθηναίων Πολιτεία.

ε) Οικονομικά (σ.σ. Για τις οικονομικές θεωρίες του Αριστοτέλη, και ιδιαίτερα για τη συμβολή του στην ανακάλυψη του «νόμου της αξίας», υπάρχει ειδικό άρθρο στην ΕΜΕ Νο 13 Γενάρης 1979 (Πρβλ. 1ο τόμο του «κεφαλαίου» και την «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», του Μάρξ): Οι Άραβες ήταν οι πρώτοι που μελέτησαν τον Αριστοτέλη στους νεώτερους χρόνους. Ήδη από τον 9ο μ.Χ. αιώνα είχαν μεταφράσει στη γλώσσα τους όλα σχεδόν τα έργα του. Ο αραβικός όμως αριστοτελισμός, που έφτασε στην ακμή του με τον Αβερρόη (1126-1198 μ.Χ.), είδε τον Αριστοτέλη μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα του νεοπλατωνισμού, αποδίδοντας του ακόμα και έργα του Πλωτίνου (3ος μ. Χ. αιώνας).

Την εποχή της φεουδαρχίας, και ιδιαίτερα από τον 13ο αιώνα μ.Χ., οι Δυτικοευρωπαιοι διαβάζουν τον Αριστοτέλη απευθείας από το πρωτότυπο. Το τίμημα για όσους βγάζανε από το έργο του συμπεράσματα αντίθετα με τα δόγματα της καθολικής εκκλησίας ήταν οι διώξεις, ως την εποχή που ο Θωμάς ο Ακινάτης – «Θωμισμός» - (1226-1274), μεταβάλλει την φιλοσοφία του σε θεωρητικό προπύργιο του καθολικισμού με τη «ρεαλιστική» και «σχολαστική» διαστρέβλωση της: «Ο σχολαστικισμός και η παπαδοσύνη πήρανε καθετί το νεκρό από τον Αριστοτέλη, όχι όμως το ζωντανό. Η παπαδοσύνη σκότωσε το ζωντανό στον Αριστοτέλη και διαιώνισε ότι ήταν νεκρό σ’ αυτόν».

(Λένιν: Τόμος 38, σελ. 368-369, αγγλ. Έκδοση)

Ο Χέγκελ, στις «παραδόσεις για την ιστορία της Φιλοσοφίας», 1805, παρουσιάζει όχι μόνο τη στάση των σύγχρονων του απέναντι στο έργο του, αλλά βάζει και τις βάσεις για τη μελέτη του: «Ο Αριστοτέλης υπήρξε μια από τις πλουσιότερες και βαθύτερες επιστημονικές ιδιοφυΐες, που Ποτε εμφανίστηκαν. Ένας άνδρας, που όμοιο του καμιά εποχή δεν έχει να δείξει…Σε κανένα φιλόσοφο δεν έγινε τόσο άδικη μεταχείριση, με τελείως επιπόλαιες παραδόσεις, που διατηρήθηκαν για τη φιλοσοφία του και είναι ακόμα στην ημερήσια διάταξη, αν και για πολλές εκατονταετίες υπήρξε ο δάσκαλος όλων των φιλοσόφων. Επειδή αποδόθηκαν σ’ αυτόν προθέσεις που είναι τελείως αντίθετες με τη φιλοσοφία του, και ενώ ο Πλάτων διαβάζεται πολύ, ο θησαυρός του Αριστοτέλη από εκατονταετίες ως τη νεώτερη εποχή είναι τόσο πολύ άγνωστος, ώστε κυριαρχούν οι πιο λαθεμένες προλήψεις γι’ αυτόν. Τα θεωρητικά λογικά έργα του δεν τα γνωρίζει σχεδόν κανένας στα φυσικοιστορικά του έχει πραγματικά αποδοθεί στη νεώτερη εποχή μεγαλύτερη δικαιοσύνη, αλλά όχι και για τις φιλοσοφικές του απόψεις».

Εμείς λοιπόν κ. Αντώνη Παπαχριστοφίλου δεν ξαναγυρνάμε στον Αριστοτέλη από αρχαιοδιφική περιέργεια ούτε γιατί πιστεύουμε, όπως εκείνος και οι προγονόπληκτοι αστοί θεωρητικοί ότι «η ανασυγκρότηση της ανθρώπινης γνώσεως πραγματώνεται πολύ συχνά υπό τη μορφή επαναλήψεως… και δεν πρέπει να μας φοβίζει η επάνοδος στις παλαιές και πατροπαράδοτες δοξασίες». (Κ. Δ. Γεωργούλη: Αριστοτέλης και Καντ, σελ. 80, περιοδικού ελληνική δημιουργία, 1952).

Γυρνάμε στον Αριστοτέλη γιατί πιστεύουμε ότι: «Το ζήτημα μιας ορθής φιλοσοφικής διδασκαλίας, δηλ. μιας σωστής μεθόδου σκέψης, έχει τόση αποφασιστική σημασία για ένα επαναστατικό κόμμα, όση έχει ένα παλιό μηχανουργικό τμήμα για την παραγωγή. Είναι ακόμα δυνατό να υπερασπίσει κανείς την παλιά κοινωνία με τις υλικές και διανοητικές μέθοδες που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν. Είναι όμως εντελώς αδιανόητο να ανατραπεί αυτή η κοινωνία και να οικοδομηθεί μια νέα, χωρίς πρώτα να αναλυθούν κριτικά οι τωρινές μέθοδες».

(Λ. Τρότσκι, «Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού»)


ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΔΩ:





Αφιέρωμα του Πολιτικού Καφενείου στον Αριστοτέλη –
Διαβάστε το

Αρχιμήδους του Συρακουσίου - Τα μέχρι νυν σωζώμενα Άπαντα (1544)


Αρχιμήδους του Συρακουσίου - Τα μέχρι νυν σωζώμενα Άπαντα (1544)FREE photo hosting by Fih.gr

Σε δημοπρασία του οίκου Christie΄s στο
Λονδίνο βγήκαν την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2011 ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα
αντίτυπα έργων του Αρχιμήδη. Πρόκειται για το μοναδικό σωζόμενο αντίτυπο μίας
από τις αρχαιότερες εκδόσεις των απάντων του. «Αρχιμήδους του Συρακουσίου,
τα μέχρι νυν σωζόμενα άπαντα»
είναι ο τίτλος του βιβλίου, που αγοράστηκε
προ ετών στο εξωτερικό από Έλληνα συλλέκτη και δόθηκε πρόσφατα στον οίκο
Christie΄s προκειμένου να τεθεί σε δημοπρασία. Ο τόμος φέρει την ένδειξη «Βasilae
ΜDΧLΙΙΙΙ » (Βασιλεία 1544). Η τιμή εκκίνησης για τη δημοπρασία ορίστηκε
μεταξύ 21.000-25.000 ευρώ!!!
Η δημοπρατούμενη έκδοση (χωρίς εξώφυλλο από
δέρμα ή πανί) έχει βιβλιοδετηθεί με κενά φύλλα μπροστά και πίσω. Απαρτίζεται
από τέσσερις μικρούς τόμους «δεμένους» σε έναν, με συνολικά 455 σελίδες.
Η έκδοση συμπεριλαμβάνει- πέραν των σωζόμενων απάντων- και τα πρώτα σχόλια του
Βυζαντινού Ευτοκίου (του πρώτου σχολιαστή του έργου του Αρχιμήδη). Ο Αρχιμήδης
γεννήθηκε το 287 π.Χ. στις Συρακούσες- ελληνική αποικία στη Σικελία. Συνέδεσε
το όνομά του με τη γένεση της Μηχανικής στην αρχαία Ελλάδα και με τη λύση
περίφημων μαθηματικών προβλημάτων, καθώς και με αμυντικές εφευρέσεις. Φέρεται
ότι σκοτώθηκε από Ρωμαίο στρατιώτη (όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τις Συρακούσες)
σε ηλικία 75 ετών, φωνάζοντας προς τον εκτελεστή του που τον διέκοψε από
γεωμετρικές μετρήσεις: «Μη μου τους κύκλους τάραττε»... Διαβάστε τα
ΔΩΡΕΑΝ.

Αρχιμήδης ο Συρακούσιος



Αρχιμήδους του Συρακούσιου τα μέχρι νυν σωζώμενα Άπαντα (1544) – Διαβάστε τα

Αισχύλος και Αθήναι. Μελέτη γύρω από τις κοινωνικές πηγές του δράματος


Αισχύλος και Αθήναι. Μελέτη γύρω από τις κοινωνικές πηγές του
δράματος

Μελέτη γύρω στις κοινωνικές πηγές του δράματοςFREE photo hosting by Fih.gr

[...] λίγα λόγια πάνω στη
διάταξη του βιβλίου. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, και καθένα αντιστοιχεί στις
βασικές φάσεις του θέματος που πραγματεύεται και που παρά τις διακλαδώσεις
του, είναι αδιάσπαστο. Το Πρώτο Μέρος αρχίζει με ανάλυση της οικονομικής και
κοινωνικής διάρθρωσης της αρχέγονης φυλής και τα συμπεράσματα της έρευνας
τούτης εφαρμόζονται για να δοθεί μια ερμηνεία στα φυλετικά λείψανα της
προϊστορικής Ελλάδας. Το Δεύτερο Μέρος καλύπτει την περίοδο τής μετάβασης από
τη φυλετική κοινωνία στο άστυ και αναφέρεται στην ανάπτυξη της ποίησης και της
επιστήμης, ως την κατάπρωτη ιστορία του ταξικού αγώνα. Το Τρίτο Μέρος,
ανακεφαλαιώνει, από το Πρώτο Μέρος, την ιστορία της αρχέγονης μύησης και
ύστερα απλώνεται στην έρευνα της ανάπτυξης της μυστικιστικής θρησκείας και τη
γένεση της τραγωδίας. Στο Τέταρτο Μέρος, τα διάφορα τούτα κλωνάρια—πολιτικό,
ιδεολογικό, καλλιτεχνικό,—σμίγονται για την ερμηνεία του Αισχύλου και ύστερ'
από μια πολύ σύντομη πραγματεία πάνω στην κατοπινή ιστορία τής Ελληνικής
τραγωδίας, το βιβλίο τελειώνει με μια έρευνα πάνω στη λειτουργία των τεχνών σε
σχέση με τα ψυχολογικά αποτελέσματα του ταξικού αγώνα [...] Σελίδες : 526

George Thomson - Μετάφραση : Γ.Ν. Βιστάκης - Φ. Αποστολόπουλος



G. Thomson: Αισχύλος και
Αθήναι – Διαβάστε το

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΡΙΤΩΝ


ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΡΙΤΩΝ

(Ή περί πρακτέου ηθικός)

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Γιατί έχεις έλθει τέτοια ώρα, Κρίτωνα; Ή δεν είναι πια πολύ πρωί;

ΚΡΙΤΩΝ

Ναι, είναι πολύ πρωί.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Τι ώρα ακριβώς;

ΚΡΙΤΩΝ

Βαθειά χαράματα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Απορώ πως ο δεσμοφύλακας δέχθηκε να σου ανοίξει.

ΚΡΙΤΩΝ

Μου είναι πια γνώριμος, Σωκράτη, επειδή έρχομαι συχνά εδώ. Έπειτα του έδωσα και κάποιο φιλοδώρημα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Και ήλθες τώρα μόλις, ή έχεις πολλή ώρα εδώ;

ΚΡΙΤΩΝ

Είναι αρκετή ώρα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Και γιατί δεν με ξύπνησες αμέσως, αλλά κάθισες πλάι μου σιωπηλός;

ΚΡΙΤΩΝ

Γιατί ούτε κι εγώ ο ίδιος, Σωκράτη, μα τον Δία, αν ήμουν στην θέση σου, δεν θα ήθελα να αγρυπνώ με τόση στενοχώρια. Κι έπειτα ήμουν γοητευμένος που σε έβλεπα να κοιμάσαι τόσο ήσυχα. Και δεν σε ξύπνησα επίτηδες, για να σου περάσει η ώρα όσον το δυνατόν πιο ευχάριστα. Και πολλές φορές έως τώρα πριν σε όλη σου τη ζωή σε καλοτύχισα για τον χαρακτήρα σου, πολύ περισσότερο όμως σε θαυμάζω σε αυτή σου τη συμφορά, γιατί βλέπω πόσο ήρεμα και ατάραχα την υποφέρεις.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Θα ήταν, Κρίτωνα, μια παραφωνία να το πάρω βαριά σε αυτή την ηλικία, γιατί είναι ανάγκη πια να πεθάνω.

ΚΡΙΤΩΝ

Είναι όμως κι άλλοι στην ηλικία σου, Σωκράτη, δυστυχισμένοι, αλλά η ηλικία δεν τους εμποδίζει να μην αγανακτούν για την τύχη που τους προσμένει.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Είναι αλήθεια. Αλλά γιατί τέλος πάντων ήλθες τόσο νωρίς;

ΚΡΙΤΩΝ

Για να σου φέρω μια δυσάρεστη είδηση, Σωκράτη, για σένα όχι, το βλέπω, αλλά δυσάρεστη και θλιβερή για μένα και για όλους τους φίλους σου. Όσο για μένα, νοιώθω πως δεν θα μπορέσω να την υποφέρω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Τι συμβαίνει; Μήπως ήλθε το πλοίο από την Δήλο, που μόλις φθάσει πρέπει να πεθάνω;

ΚΡΙΤΩΝ

Όχι δεν έφθασε ακόμη. Συλλογίζομαι όμως πως θα φθάσει σήμερα απ’ όσα είπαν κάποιοι που ήλθαν από το Σούνιο και το άφησαν εκεί. Είναι λοιπόν φανερό, από αυτά τα νέα, ότι θα φθάσει σήμερα και αναγκαστικά τότε μέχρι αύριο θα πεθάνεις.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Αλλά, Κρίτωνα, ας είναι καλή η ώρα αυτή. Αν έτσι το θέλουν οι θεοί, ας γίνει έτσι. Δεν πιστεύω όμως να φθάσει σήμερα.

ΚΡΙΤΩΝ

Από πού το συμπεραίνεις αυτό;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Θα σου πω. Αν δεν απατώμαι, πρέπει να θανατωθώ την επομένη του ερχομού του πλοίου.

ΚΡΙΤΩΝ

Έτσι τουλάχιστον λένε οι αρμόδιοι σε αυτά τα ζητήματα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Δεν νομίζω λοιπόν πως θα φθάσει το πλοίο αυτή την ημέρα που μας ξημερώνει, αλλά αύριο. Και αυτό το συμπεραίνω από ένα όνειρο που είδα αυτή τη νύχτα, λίγο πριν έλθεις. Και ίσως καλά έκανες που δεν με ξύπνησες.

ΚΡΙΤΩΝ

Και ποιο ήταν αυτό το όνειρο;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Μου φάνηκε πως κάποια γυναίκα, χαριτωμένη και όμορφη, ασπροντυμένη, προχωρώντας προς εμένα, με φώναξε με το όνομά μου και μου είπε: Σωκράτη,

“Την τρίτη αυγή, θα φθάσεις στην όμορφη Φθία”.

ΚΡΙΤΩΝ

Τι περίεργο όνειρο, Σωκράτη!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Όμως ολοφάνερο, όπως νομίζω εγώ, Κρίτωνα!

ΚΡΙΤΩΝ

Και πολύ μάλιστα, όπως φαίνεται. Μα έλα, ευλογημένε μου Σωκράτη, άκουσέ με αυτή τη φορά και σώσου όσο είναι ακόμα καιρός. Γιατί, αν εσύ πεθάνεις, αυτό θα είναι για μένα κάτι παραπάνω από μια συμφορά. Γιατί εκτός του ότι θα χάσω έναν φίλο, που δεν θα τον ξανάβρω ποτέ, ο κόσμος, εκείνοι που δεν μας ξέρουν καλά, θα πουν πως εγώ, αν ήθελα να ξοδεύσω χρήματα, μπορούσα να σε σώσω, αλλά δεν το έκανα. Ω! και τι χειρότερη δυσφήμηση από αυτήν μπορεί να γίνει για μένα, το να νομίζει ο κόσμος, πως λογαριάζω περισσότερο τα χρήματα από τους φίλους; Γιατί ο κόσμος δεν θα πιστέψει ποτέ πως εσύ δεν ήθελες να βγεις από εδώ μέσα, αν και εμείς δείξαμε μεγάλη προθυμία να σε σώσουμε.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Μα τι μας μέλει, καλέ μου Κρίτωνα, για τη γνώμη των πολλών; Οι φρόνιμοι, για τους οποίους αξίζει να ενδιαφερόμαστε, θα πιστέψουν πως όλα έγιναν όπως θα έπρεπε να γίνουν.

ΚΡΙΤΩΝ

Μολαταύτα, το βλέπεις, Σωκράτη, ότι πρέπει να ενδιαφερόμαστε και για τη γνώμη του κόσμου. Η δική σου τωρινή κατάσταση το λέει καθαρά ότι ο κόσμος μπορεί να κάνει όχι τα μικρότερα κακά, αλλά τα μεγαλύτερα σε έναν άνθρωπο που χτυπήθηκε ανάμεσά του με ψεύτικες κατηγορίες.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Πόσο πιο καλά θα ήταν, Κρίτωνα, αν ο κόσμος, όπως μπορεί να κάνει το κακό, άλλο τόσο να μπορούσε να κάνει και το καλό. Αλλά δεν μπορεί να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δηλαδή δεν μπορεί να πράξει ούτε σωστά ούτε λάθος, και ό,τι κάνει το κάνει στην τύχη.

ΚΡΙΤΩΝ

Έτσι είναι. Μα, Σωκράτη, πες μου. Μήπως φοβάσαι για μένα και για τους άλλους φίλους, μήπως αν βγεις από εδώ μέσα οι συκοφάντες μας δημιουργήσουν προβλήματα, διαδίδοντας ότι εμείς σε βοηθήσαμε να δραπετεύσεις, και έτσι αναγκασθούμε ή όλη μας την περιουσία να χάσουμε ή πολλά χρήματα ή και εκτός από αυτά να πάθουμε και κάποιο άλλο κακό; Αν έχεις τέτοιον φόβο, άφησέ τον να πάει στο καλό. Γιατί είναι δίκαιο, προκειμένου να σωθείς, να διατρέξουμε αυτόν τον κίνδυνο και ακόμα μεγαλύτερο, αν χρειαστεί. Μα έλα, άκουσε τα λόγια μου και μη κάνεις διαφορετικά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Και αυτά φοβάμαι, Κρίτωνα, και πολλά άλλα.

ΚΡΙΤΩΝ

Όσο γι’ αυτό δεν πρέπει να έχεις κανέναν φόβο. Γιατί στο κάτω - κάτω δεν ζητούν και μεγάλα πράγματα αυτοί που αναλαμβάνουν να σε βγάλουν από εδώ μέσα. Έπειτα δεν βλέπεις πόσο φτηνά πουλιούνται αυτοί οι συκοφάντες και πως δεν χρειαζόμαστε πολλά χρήματα να τους εξαγοράσουμε; Και συ έχεις στη διάθεσή σου τα δικά μου χρήματα, αρκετά, όπως μου φαίνεται, έπειτα και αν φροντίζεις για μένα ότι δεν θα έπρεπε να ξοδέψω την περιουσία μου, εδώ είναι αυτοί οι φίλοι μας, από τα ξένα, πρόθυμοι να ξοδέψουν από τα δικά τους. Ένας μάλιστα, ο Σιμμίας ο Θηβαίος, γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό έχει φέρει μαζί του αρκετά χρήματα. Και ο Κέβης και πολλοί άλλοι είναι εδώ, πρόθυμοι, ώστε αυτός ο φόβος να μη σε κρατάει από του να σώσεις τη ζωή σου, μήτε και ο λόγος που έλεγες στο δικαστήριο να σε εμποδίσει, ότι δηλαδή, αν έφευγες από τον τόπο σου, δεν θα ήξερες τι να κάνεις τον εαυτό σου. Γιατί και σε πολλά άλλα μέρη, οπουδήποτε πας, θα σε εκτιμήσουν. Και αν θέλεις να πας στην Θεσσαλία, εκεί έχω φίλους μου που θα σε περιποιηθούν πολύ και θα φροντίσουν για την ασφάλειά σου, ώστε κανείς να μη σε ενοχλήσει.

Κι ακόμη, Σωκράτη, έχω τη γνώμη ότι αυτό που πας να κάνεις δεν είναι ούτε ηθικό, να προδώσεις δηλαδή τον εαυτό σου ενώ μπορείς να σωθείς, και βιάζεσαι να γίνει αυτό ακριβώς που οι εχθροί σου περισσότερο θα βιάζονταν να γίνει, γιατί ήθελαν να σε καταστρέψουν. Και να ήταν μόνο αυτό; Νομίζω πως προδίδεις ακόμη και τα παιδιά σου, γιατί, ενώ μπορείς να τ’ αναθρέψεις και να τα μορφώσεις, τα αφήνεις και φεύγεις, εγκαταλείποντάς τα στην τύχη τους. Γιατί θα συμβεί φυσικά σε αυτά ό,τι ακριβώς συμβαίνει σε όλα τα ορφανά παιδιά.

Άκουσε, ή δεν πρέπει να κάνουμε παιδιά ή μια φορά αφού τα κάναμε πρέπει να ταλαιπωρηθούμε μαζί τους να τα αναθρέψουμε και να τα μορφώσουμε. Τώρα μου φαίνεται πως εσύ διάλεξες το ευκολότερο μέσον. Όχι, εσύ πρέπει να κάνεις ό,τι θα έκανε ένας άνθρωπος έντιμος και γενναίος, ειδικά εσύ, που λες ότι δεν έκανες τίποτε άλλο στη ζωή σου παρά να ασχολείσαι με την αρετή. Γιατί εγώ ντρέπομαι και για σένα και για μας τους φίλους σου, μήπως φανεί πως όλη αυτή η υπόθεση πήρε αυτό το τέλος από κάποια δειλία μας.

Θέλω να πω: Αφήσαμε να πάει η δίκη στο δικαστήριο, και μετά εσύ παρουσιάσθηκες, ενώ μπορούσες να μην παρουσιασθείς, και την αφήσαμε να εξελιχθεί όπως εξελίχθηκε. Και στο τέλος, επειδή δεν κατορθώσαμε να αποφύγουμε αυτή την έκβαση, που είναι και το πιο γελοίο μέρος όλης αυτής της υπόθεσης, να μη φροντίσουμε να σε σώσουμε ούτε συ τουλάχιστον να σώσεις τον εαυτό σου, κάτι που ήταν δυνατόν αρκεί να δρούσαμε κάπως πιο γρήγορα. Πρόσεχε, Σωκράτη, μήπως αυτή η τακτική σου, εκτός από ζημιά, είναι ντροπή και για σένα και για μας. Έλα, πάρε μια απόφαση. Έπρεπε να το είχες αποφασίσει κιόλας, όχι να το αποφασίσεις τώρα! Και η απόφαση είναι μία: Αυτή τη νύχτα πρέπει να έχουν γίνει όλα. Λίγο να αναβάλουμε, όλα τελείωσαν, δεν θα μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα. Μα, Σωκράτη, άκουσέ με και μην κάνεις διαφορετικά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Αγαπητέ μου Κρίτωνα, αυτή η στοργή σου είναι ανεκτίμητη, αν την συνόδευε κάποια δικαιοσύνη. Αν όχι, όμως, όσο μεγαλύτερη είναι τόσο περισσότερο με στενοχωρεί. Ας εξετάσουμε αν αυτό που λες μπορεί να γίνει ή όχι. Γιατί όχι μόνο τώρα, αλλά πάντοτε, τέτοιος είμαι, ώστε να μην υπακούω σε τίποτα άλλο παρά στον λόγο εκείνο, που όταν σκέφτομαι, θα μου φανεί ο καλύτερος. Και τους λόγους που έλεγα άλλοτε (στο παρελθόν), δεν μπορώ τώρα να τους απαρνηθώ, επειδή με βρήκε αυτό το δυστύχημα, γιατί για μένα είναι πάντοτε οι ίδιοι, και το ίδιο τους εκτιμώ σήμερα και τους σέβομαι όπως και παλιότερα. Και αν δεν έχουμε τώρα λόγους πιο ισχυρούς, μάθε καλά πως εγώ ποτέ δεν θα συμφωνήσω σε αυτό που λες, ακόμα και αν αυτός ο παντοδύναμος λαός με φοβερίσει σαν παιδί, με τα τρομερότατα μέσα που έχει στη διάθεσή του, όπως είναι η φυλάκιση, ο θάνατος, η δήμευση της περιουσίας. Πως λοιπόν θα μπορούσαμε να εξετάσουμε πιο σωστά το ζήτημά μας; Αν αρχίσουμε από εκείνο που έλεγες για τις γνώμες και ας εξετάσουμε, αν σωστά ή όχι λέγαμε στο παρελθόν ότι σε άλλες γνώμες πρέπει να δίνουμε προσοχή και σε άλλες όχι. Ή πριν, όταν δεν χρειαζόταν να πεθάνω, ήταν σωστό, ενώ τώρα έγινε φανερό ότι λεγόταν πραγματικά μόνο για παιχνίδι και φλυαρία; Κρίτωνα, εγώ επιθυμώ να εξετάσουμε μαζί αυτούς τους λόγους, που λέγαμε στο παρελθόν, μήπως φανούν τώρα που βρίσκομαι σε αυτή την κατάσταση κάπως αλλοιωμένοι ή παραμένουν οι ίδιοι, και ή να τους απαρνηθούμε ή να υπακούσουμε σε αυτούς. Εκείνοι που δεν πετούν τα λόγια τους στον αέρα, πάντα λένε αυτό, όπως προ ολίγου έλεγα κι εγώ, ότι από τις γνώμες των ανθρώπων σε άλλες πρέπει να δίνουμε σημασία και σε άλλες όχι. Προς θεού, Κρίτωνα, δεν νομίζεις ότι λέχθηκε σωστά αυτό; Εσύ, όσο τουλάχιστον μπορεί να κρίνει άνθρωπος, είσαι έξω από τον κίνδυνο να πεθάνεις αύριο, και δεν σου θολώνει την κρίση σου μια συμφορά σαν την δική μου. Γι’ αυτό σκέψου. Δεν σου φαίνεται σωστό άλλες από τις γνώμες των ανθρώπων να εκτιμούμε κι άλλες όχι; Όχι όλες, αλλά άλλες ναι, άλλες όχι. Τι λες; Δεν είναι σωστό αυτό;

ΚΡΙΤΩΝ

Σωστό.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Λοιπόν πρέπει να εκτιμάμε τις καλές και όχι τις πονηρές;

ΚΡΙΤΩΝ

Ναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Και καλές δεν είναι οι γνώμες των “φρονίμων” και πονηρές οι γνώμες των “αφρόνων”;

ΚΡΙΤΩΝ

Πως θα ήταν διαφορετικά;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Εμπρός λοιπόν, ας εξετάσουμε αν αυτά που λέγαμε ήταν σωστά. Ένας που γυμνάζει το σώμα του τάχα υπολογίζει τον έπαινο και την κατηγορία και την γνώμη κάθε ανθρώπου, όποιος και αν είναι, ή τη γνώμη ενός μόνου, δηλαδή εκείνου που τυχαίνει να είναι γιατρός ή γυμναστής;

ΚΡΙΤΩΝ

Ενός μόνον.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Επομένως αυτός πρέπει να φοβάται τις κατηγορίες και να επιθυμεί τους επαίνους μόνο εκείνου και όχι όλου του κόσμου.

ΚΡΙΤΩΝ

Είναι φανερό αυτό.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει αυτός να γυμνάζει το σώμα του και να τρώει και να πίνει και να κάνει τέλος πάντων ό,τι φαίνεται καλό σε αυτόν που τον έχει σαν οδηγό, και όχι βέβαια όπως φαίνεται καλό σε όλους τους άλλους.

ΚΡΙΤΩΝ

Έτσι είναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Πάει καλά. Και αν δεν υπακούσει σε εκείνον μόνο αλλά περιφρονήσει τη γνώμη του και τους επαίνους και εκτιμήσει περισσότερο τις κρίσεις του κόσμου, που δεν καταλαβαίνει τίποτε από αυτά (από γυμναστική), δεν θα πάθει έτσι κάποια βλάβη;

ΚΡΙΤΩΝ

Πως δεν θα πάθει...

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Και ποια είναι αυτή η βλάβη; Και ποιο μέρος εκείνου που δεν υπακούει βλάπτει αυτή;

ΚΡΙΤΩΝ

Είναι φανερό ότι βλάπτεται το σώμα, γιατί είναι αυτό το ίδιο που καταστρέφεται λίγο - λίγο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Σωστά μιλάς. Και αυτό, Κρίτωνα, ισχύει στον ίδιο βαθμό και για τα άλλα πράγματα, για να μην τα αναφέρουμε όλα αναλυτικά; Λοιπόν και για τα δίκαια και για τα άδικα και για τα άσχημα και για τα ωραία και για τα ωφέλιμα και τα βλαβερά, που είναι το θέμα πάνω στο οποίο συζητάμε, πρέπει να ακολουθούμε τη γνώμη του κόσμου και να την υπολογίζουμε ή μόνο εκείνου που καταλαβαίνει απ’ αυτά, αν υπάρχει κανείς τέτοιος, και να ντρεπόμαστε και να φοβόμαστε αυτόν περισσότερο παρά όλους τους άλλους; Αυτόν που αν δεν τον ακολουθήσουμε, θα καταστρέψουμε και θα βλάψουμε εκείνο το μέρος το οποίο με τη δικαιοσύνη ευημερεί και ακμάζει, ενώ σβήνει και αφανίζεται με την αδικία; Ή μήπως αυτό δεν είναι αξίζει τίποτα;

ΚΡΙΤΩΝ

Το παραδέχομαι, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Λοιπόν, αν εμείς, αυτό το μέρος που γίνεται καλύτερο με τα υγιεινά, και νοσηρό με τα νοσηρά, το καταστρέψουμε όταν δεν υπακούσουμε στη γνώμη αυτών που ξέρουν, άρα θα μπορέσουμε να ζούμε με αυτή την καταστροφή; Και αυτό είναι το σώμα. Ή όχι;

ΚΡΙΤΩΝ

Ναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Πες μου, μπορούμε να ζήσουμε με ένα σώμα κακοποιημένο και καταστραμμένο;

ΚΡΙΤΩΝ

Ασφαλώς όχι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Και τότε μπορούμε να ζήσουμε και να έχουμε καταστρέψει εκείνο το μέρος μας που η αδικία μαραίνει και η δικαιοσύνη ωφελεί; Ή νομίζουμε πως είναι ευτελέστερο από το σώμα αυτό το μέρος, όποιο και αν είναι, στο οποίο κατοικεί η δικαιοσύνη και η αδικία;

ΚΡΙΤΩΝ

Κάθε άλλο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Μήπως αυτό είναι πολυτιμότερο;

ΚΡΙΤΩΝ

Και πολύ μάλιστα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Λοιπόν, αγαπητέ μου, δεν πρέπει να ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ εμείς για το τι θα πει για μας ο κόσμος, αλλά για το τι θα πει εκείνος που γνωρίζει τι είναι δίκαιο και τι άδικο, ο ένας - και αυτή είναι η αλήθεια. Ώστε δεν πήρες καλό δρόμο πρωτύτερα με το να υποστηρίζεις πως πρέπει να δίνουμε σημασία στην γνώμη του κόσμου, όταν πρόκειται για τα δίκαια, για τα ωραία, για τα καλά και τα αντίθετά τους. Θα πει ίσως κανείς: Ε, ο κόσμος είναι καλός για να σκοτώνει.

ΚΡΙΤΩΝ

Και βέβαια θα το πει, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Είναι αλήθεια. Μα καλέ μου, αυτός ο συλλογισμός που κάναμε τώρα μου φαίνεται πως μοιάζει με εκείνον που κάναμε την άλλη φορά. Μου φαίνεται δηλαδή πως μένει σταθερός. Και πρόσεξε αν μένει σταθερός και αυτός ο άλλος, ότι δηλαδή πρέπει να δίνουμε πάρα πολλή σημασία όχι στο να ζούμε απλά αλλά στο να ζούμε σωστά.



ΚΡΙΤΩΝ

Και βέβαια μένει σταθερός.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Και η γνώμη ότι το καλό, το έντιμο, και το δίκαιο είναι ένα και το αυτό μένει σταθερή ή όχι;

ΚΡΙΤΩΝ

Μένει σταθερή.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Λοιπόν, σύμφωνα με τις αρχές που παραδεχθήκαμε, πρέπει να εξετάσουμε αν είναι δίκαιο να αποπειραθώ να φύγω από εδώ χωρίς τη συγκατάθεση των Αθηναίων, ή αν δεν είναι δίκαιο. Και αν φαίνεται δίκαιο, να το επιχειρήσουμε, αλλιώς να το αφήσουμε. Όσο για εκείνες τις σκέψεις σου, για τα έξοδα, τα λόγια του κόσμου, την ανατροφή των παιδιών, κοίταξε μήπως στ’ αλήθεια, Κρίτωνα, είναι σοφίσματα αυτού του ελαφρόκοσμου που σε σκοτώνει χωρίς λόγο και που αν μπορούσε θα σε επανέφερε πάλι στη ζωή. Αλλά επειδή η λογική έτσι μας επιβάλλει, πρόσεξε μήπως δεν πρέπει να σκεπτόμαστε τίποτα άλλο, παρά εκείνο ακριβώς που λέγαμε προ ολίγου: αν δηλαδή εμείς θα πράξουμε δίκαια, πληρώνοντας με χρήματα και με ευγνωμοσύνη εκείνους που θα με οδηγήσουν έξω από τη φυλακή, και αν θα πράξουμε δίκαια, αυτοί και εγώ, εκείνοι που θα με βγάλουν και εγώ που θα βγω, ή αν άδικα. Και στην περίπτωση που θα κάνουμε αδικία, κοίταξε μήπως δεν είναι ανάγκη να λογαριάσουμε ούτε τον θάνατο μένοντας εδώ στην φυλακή ήσυχοι ούτε κανένα άλλο χειρότερο κακό που θα συνηγορεί στην αδικία.



ΚΡΙΤΩΝ

Καλά είναι αυτά όλα στην θεωρία, Σωκράτη, μα κοίταξε τώρα τι πρέπει να πράξουμε.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Ας το εξετάσουμε μαζί, φίλε μου. Και αν έχεις κανέναν σοβαρό λόγο να μου αντιτάξεις, αντίταξέ μου τον και εγώ θα σε ακούσω, αλλιώς σταμάτα πια, φίλε μου, να μου λες όλο τα ίδια, ότι εγώ πρέπει να φύγω παρά την θέληση των Αθηναίων. Γιατί εγώ θέλω να πεισθείς γι’ αυτά που λεω και όχι να συμφωνήσεις παρά τη θέλησή σου. Πρόσεχε τώρα αν η βάση της σκέψης διατυπώνεται σωστά και προσπάθησε, όπως νομίζεις καλύτερα, να απαντάς στις ερωτήσεις μου.

ΚΡΙΤΩΝ

Και βέβαια θα προσπαθήσω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Παραδεχόμαστε ότι ποτέ δεν πρέπει να κάνουμε αδικία, ή μήπως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούμε να κάνουμε και σε άλλες όχι; Ή η αδικία δεν είναι ποτέ σε καμιά περίπτωση ούτε έντιμο ούτε καλό, όπως πολλές φορές εμείς συμφωνώντας παραδεχθήκαμε στο παρελθόν και όπως πριν εγώ έλεγα. Ή όλες οι προηγούμενες συμφωνίες μας λησμονήθηκαν κατά το διάστημα των λίγων αυτών ημερών, τόσο που εμείς σε αυτή την ηλικία, γέροντες καθώς είμαστε, αν και σπουδαιολογούσαμε μαζί, χωρίς να το καταλάβουμε δεν διαφέραμε καθόλου από τα μικρά παιδιά; Πως εκείνες οι συμφωνίες μας δεν μένουν πάντοτε οι ίδιες, είτε η κοινή γνώμη τις παραδέχεται είτε τις απορρίπτει; Και αν πρόκειται να πάθουμε ακόμη χειρότερα κακά από αυτά ή και ελαφρότερα, η αδικία οπωσδήποτε γι’ αυτόν που την κάνει δεν παραμένει πάντα μια πράξη αισχρή και ανήθικη; Το παραδεχόμαστε αυτό ή όχι;

ΚΡΙΤΩΝ

Το παραδεχόμαστε.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Λοιπόν σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αδικεί κανείς.

ΚΡΙΤΩΝ

Όχι βέβαια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Επομένως ούτε αν αδικείται κανείς πρέπει να ανταποδίδει το άδικο, όπως πιστεύει ο πολύς κόσμος, αφού βέβαια δεν πρέπει με κανένα τρόπο να αδικεί κάποιος.

ΚΡΙΤΩΝ

Είναι φανερό.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Τότε λοιπόν τι λες; Πρέπει κάποιος να κάνει κακό στον άλλο ή όχι;

ΚΡΙΤΩΝ

Όχι, βέβαια, δεν πρέπει, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Και είναι δίκαιο να ανταποδίδει κανείς το κακό, όταν κακοποιείται, όπως πιστεύει ο πολύς κόσμος, ή όχι;

ΚΡΙΤΩΝ

Ασφαλώς όχι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Γιατί το να κάνει κανείς το κακό στους ανθρώπους δεν διαφέρει καθόλου από του να τους αδικεί.

ΚΡΙΤΩΝ

Σωστά μιλάς.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Λοιπόν, δεν πρέπει ο άνθρωπος να κάνει αδικία ούτε να κάνει κακό, οποιοδήποτε και αν είναι το κακό που του κάνουν. Και πρόσεχε τώρα, Κρίτωνα, μήπως δεν μιλάς όπως σκέπτεσαι, γιατί ξέρω καλά πως είναι και θα είναι λίγοι εκείνοι που έχουν την ίδια γνώμη με μας σχετικά με αυτό το ζήτημα. Το σίγουρο είναι ότι όσοι έχουν την ίδια γνώμη για αυτά και όσοι δεν έχουν δεν μπορεί ποτέ να φθάσουν σε συμφωνία, και μάλιστα είναι αναγκαίο, επειδή θα επιμένουν και οι δυο στις αντίθετες απόψεις τους, να περιφρονούνται μεταξύ τους. Γι’ αυτό λοιπόν σκέψου πολύ καλά, αν είσαι σύμφωνος με τη γνώμη μου, και επομένως να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε ορμώμενοι από αυτή την ηθική αρχή, παραδεχόμενοι δηλαδή ότι δεν είναι ηθικά σωστό ούτε το να αδικεί κανείς ούτε το να ανταποδίδει το κακό με μια εκδίκηση Ή δεν συμμερίζεσαι τη γνώμη μου και απαρνείσαι αυτή την ηθική αρχή; Όσο για μένα, αυτή τη γνώμη είχα και προηγουμένως και αυτήν έχω ακόμα και τώρα. Εάν εσύ έχεις στο μυαλό σου καμιά άλλη, πες την μου και εξήγησέ μου. Αν όμως μένεις σταθερός στη γνώμη που είχες πρώτα, κάθισε να ακούσεις ό,τι ακολουθεί.

ΚΡΙΤΩΝ

Μένω σταθερός και συμφωνώ μαζί σου. Λέγε λοιπόν.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Πρόσεξε τώρα λίγο περισσότερο. Αν εμείς φύγουμε από εδώ χωρίς τη συγκατάθεση της πόλης, αδικούμε κανένα, και μάλιστα εκείνους που λιγότερο θα έπρεπε να αδικήσουμε, ναι ή όχι; Και μένουμε πιστοί σε εκείνα τα οποία ομολογήσαμε ότι είναι δίκαια, ναι ή όχι;

ΚΡΙΤΩΝ

Δεν μπορώ, Σωκράτη, να απαντήσω σε ό,τι με ρωτάς. Δεν σε καταλαβαίνω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Μα σκέψου έτσι: Αν τη στιγμή που ξεκινάμε για να δραπετεύσουμε από εδώ - ή όπως αλλιώς ονομάσουμε αυτή την πράξη αν η λέξη “δραπετεύσουμε” δεν σου αρέσει - έλθουν να μας συναντήσουν οι νόμοι της Πολιτείας και αυτή η ίδια η Πολιτεία προσωπικά και παρουσιαζόμενοι μπροστά μας μας ρωτήσουν: “Σωκράτη, πες μας, τι έχεις κατά νου να κάνεις; Δεν σκέπτεσαι ίσως πως με αυτή την φυγή σου καταργείς εμάς και όλη την Πολιτεία; Ή νομίζεις πως είναι δυνατόν να σταθεί ορθή μια Πολιτεία και να μην ανατραπεί, εκεί όπου οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν έχουν κανένα κύρος, αλλά ματαιώνονται και ποδοπατούνται από τους πολίτες ” Τι θα απαντήσουμε εμείς, Κρίτωνα, σε αυτά και σε άλλες παρόμοιες επιπλήξεις; Πολλά βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς, και αν μάλιστα είναι ρήτορας, για να δικαιολογηθεί επειδή παραβίασε αυτόν τον νόμο, που απαιτεί οι αποφάσεις να έχουν το αποτέλεσμά τους. Ή θα απαντήσουμε ότι “η Πολιτεία μας αδίκησε και δεν μας έκρινε σύμφωνα με το δίκαιο;” Έτσι θα απαντήσουμε ή όχι;

ΚΡΙΤΩΝ

Έτσι μα το Δία, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Αλλά ας υποθέσουμε πως οι νόμοι τότε μας λένε: “Σωκράτη, αυτή ήταν η συμφωνία που κάναμε μεταξύ μας ή δεν συμφωνήσαμε να μένεις πιστός στις αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστήρια, οποιεσδήποτε και αν είναι;” Και αν παραξενευόμαστε με αυτά τους τα λόγια, ίσως θα εξακολουθούσαν να μας λένε: “Μην παραξενεύεσαι, Σωκράτη, με αυτό μας το ύφος, αλλά απάντησέ μας, γιατί και συ συνηθίζεις να προχωρείς με ερωτήσεις και απαντήσεις. Λέγε λοιπόν τι παράπονο έχεις εναντίον μας και εναντίον της πόλης ώστε ζητάς έτσι να μας καταστρέψεις; Δεν σου δώσαμε εμείς πρώτοι την ζωή, αφού εξαιτίας μας ο πατέρας σου πήρε γυναίκα τη μητέρα σου, και σ’ έφερε στον κόσμο; Έχεις να κάνεις καμιά κριτική σε εκείνους από εμάς που κανονίζουν τους γάμους πως δεν είναι τάχα καλοί;”

“Δεν έχω τίποτα εναντίον τους” θα έλεγα. “Μη τυχόν έχεις να πεις κάτι εναντίον των νόμων νόμους που κανονίζουν την ανατροφή και την εκπαίδευση σύμφωνα με τους οποίους και συ εκπαιδεύτηκες; Τι; Αυτοί οι νόμοι από εμάς που γι’ αυτό το σκοπό έχουν οριστεί, δεν έκαναν καλά που παράγγελλαν στον πατέρα σου να σε εκπαιδεύσει με μαθήματα μουσικής και γυμναστικής; Καλά έκαναν” θα απαντούσα εγώ.

“Ας είναι. Και αφού γεννήθηκες εξ αιτίας μας και ανατράφηκες και μορφώθηκες, θα μπορούσες να πεις ότι δεν είσαι δικός μας και παιδί μας και δούλος μας κι εσύ και οι πρόγονοί σου; Και αφού το πράγμα έτσι έχει, άραγε νομίζεις πως έχεις ίσα δικαιώματα εσύ με εμάς και φαντάζεσαι πως ό,τι κι αν σου κάνουμε, είναι δίκαιο να μας το ανταποδίδεις με τη σειρά σου; Ή τάχα απέναντι στον πατέρα σου δεν θα είχες ίσα δικαιώματα και απέναντι στον αφέντη σου, αν τύχαινε να έχεις τέτοιον, ώστε εκείνα που θα πάθαινες απ’ αυτούς να τα ανταποδίδεις αντεκδικούμενος αυτούς, ούτε δηλαδή αν σε ύβριζαν να τους υβρίζεις, ούτε αν σε έδερναν να τους δέρνεις, ούτε άλλα παρόμοια πολλά. Ως προς την πατρίδα σου όμως και τους νόμους της, κατά την γνώμη σου, θα είχες βέβαια το δικαίωμα, ώστε, αν εμείς θέλουμε να σε θανατώσουμε, επειδή το κρίνουμε δίκαιο, και συ τότε θα προσπαθούσες, όσον εξαρτάται από σένα να καταστρέψεις και εμάς και την πατρίδα αντεκδικούμενος, και θα ισχυρισθείς ότι, με το να κάνεις αυτά, πράττεις δίκαια, εσύ που αληθινά φροντίζεις για την αρετή; Ή είσαι τόσο σοφός, ώστε σου έχει διαφύγει ότι και από τη μητέρα και από τον πατέρα και από όλους τους άλλους προγόνους το πολυτιμότερο πράγμα είναι η πατρίδα και σεβαστότερο και αγιώτερο και σε ανώτερη θέση, κατά τη γνώμη των θεών και των φρονίμων ανθρώπων, και ότι πρέπει να σεβόμαστε και περισσότερο να υπακούμε και να αγαπάμε την πατρίδα, όταν οργίζεται, παρά τον πατέρα, και, ή να προσπαθούμε να την πείθουμε, ή να εκτελούμε ό,τι κι αν διατάζει. Και ή να υποφέρουμε, αν αυτή το θέλει, χωρίς το παραμικρό παράπονο, και αν θέλει ακόμα να μας δείρει ή να μας ρίξει στην φυλακή, ή να μας στείλει στον πόλεμο για να πληγωθούμε ή να σκοτωθούμε, όλα αυτά πρέπει να τα κάνουμε. Και έτσι είναι το σωστό. Μάλιστα δεν πρέπει να ξεφεύγουμε ούτε να οπισθοχωρούμε ούτε να εγκαταλείπουμε τη θέση μας, αλλά και στον πόλεμο και στα δικαστήρια και όπου αλλού, καθήκον μας είναι να εκτελούμε όσα διατάσσει η Πολιτεία και η πατρίδα, ή, το πολύ, αν εκείνο που διατάζει δεν μας φαίνεται δίκαιο, να της υποδείξουμε και να την πείσουμε ποιο είναι το δίκαιο. Να μεταχειριζόμαστε όμως βία, δεν είναι ασέβεια σε μια μητέρα, σε έναν πατέρα και πολύ περισσότερο στην πατρίδα;” Τι θα απαντήσουμε εμείς σε όλα αυτά, Κρίτων; Θα απαντήσουμε ότι οι νόμοι λένε αλήθεια ή όχι;

ΚΡΙΤΩΝ

Έτσι μου φαίνεται.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Στη συνέχεια, σκέφτομαι, πως οι νόμοι θα μιλούσαν έτσι: “Πρόσεξε τώρα, αν λέμε αλήθεια ότι εσύ δηλαδή εγκληματείς εναντίον μας, εάν κάνεις ό,τι σκοπεύεις να κάνεις. Γιατί αφού σε γεννήσαμε, σε αναθρέψαμε και σε μορφώσαμε και σου δώσαμε μαζί με τους άλλους απ’ όλα τα καλά, απ’ ό,τι μπορούσαμε, σε ειδοποιήσαμε από πριν. Και όπως εσένα, έτσι και κάθε άλλον Αθηναίο που έφθασε στην ηλικία να γίνε πολίτης και έμαθε τα έθιμα της πόλης και εμάς τους νόμους. Σε ειδοποιήσαμε ότι, αν δεν σου αρέσουμε εμείς, σου δίνουμε την άδεια να πάρεις μαζί σου όλα τα πράγματά σου και να πας όπου σου αρέσει. Και κανείς από μας τους νόμους δεν εμποδίζει ή απαγορεύει σε κανένα από σας, τους Αθηναίους, αν είναι δυσαρεστημένος με μας ή την Πολιτεία, να πάει σε κάποια από τις αποικίες μας ή να ξενιτευθεί, σε όποιο τόπο θέλει, μαζί με τα υπάρχοντά του. Ώστε λοιπόν, αν κάποιος από σας μένει εδώ, αφού είδε με ποιο τρόπο εμείς δικάζουμε και πώς διοικούμε την Πολιτεία, τότε θεωρούμε ότι αυτός έμπρακτα έχει αναλάβει υποχρεώσεις απέναντί μας, να εκτελεί ό,τι τον διατάζουμε και επίσης του επιτρέπουμε να κάνει ένα από αυτά τα δύο, ή να μας πείσει με τη λογική ή να υπακούσει στις διαταγές μας, αυτός δεν κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Ε, λοιπόν, Σωκράτη, με αυτές τις κατηγορίες θα ενοχοποιηθείς, αν βέβαια κάνεις αυτά που λογαριάζεις και προ πάντων εσύ περισσότερο από κάθε άλλο Αθηναίο ”.

Και αν εγώ έλεγα γιατί αυτό; Ίσως θα μου επιτίθονταν δίκαια και θα μου έλεγαν ότι εγώ, περισσότερο από κάθε άλλο Αθηναίο, ανέλαβα αυτή την υποχρέωση.

“Έχουμε μεγάλες αποδείξεις” θα έλεγαν, “Σωκράτη, ότι σου αρέσαμε και εμείς και η πόλη. Γιατί δεν θα έμενες κλεισμένος περισσότερο από κάθε άλλον Αθηναίο σε αυτή την πόλη, εάν αυτή δεν σου άρεσε εξαιρετικά. Πραγματικά, δεν βγήκες ποτέ από την πόλη για να δεις τους αγώνες, εκτός από μια φορά στον Ισθμό, ούτε σε κανένα άλλο μέρος πήγες, εκτός αν πήγες κάπου για να πολεμήσεις, ούτε και έκανες ποτέ σου κανένα ταξίδι, όπως άλλοι άνθρωποι, ούτε επιθύμησες να γνωρίσεις άλλες πόλεις και άλλους νόμους, γιατί εμείς και η πόλη σε ικανοποιούσαμε. Τόσο πολύ μας αγαπούσες! Και έδωσες υπόσχεση να ζεις σαν πολίτης κάτω από την εξουσία μας. Και μετά εδώ έκανες παιδιά, πράγμα που πάλι δείχνει ότι σου άρεσε η πόλη. Και στη δίκη ακόμα ήταν δικαίωμά σου να ορίσεις σαν ποινή την εξορία, και αυτό ακριβώς που τώρα σκοπεύεις να κάνεις χωρίς το θέλημα της πόλης, μπορούσες να το κάνεις τότε με τη συγκατάθεσή της. Εσύ όμως εκείνη την ημέρα καμάρωνες προσποιούμενος ότι δεν αγανακτούσες, αν θα παρίστατο ανάγκη να πεθάνεις, και προτιμούσες, όπως έλεγες, τον θάνατο από την εξορία. Και τώρα δεν ντρέπεσαι ούτε για εκείνους τους λόγους, ούτε σε νοιάζει για μας τους νόμους αφού κάνεις απόπειρα να μας καταργήσεις. Και θέλεις να κάνεις τα ίδια ακριβώς τα οποία θα έκανε κάποιος ανάξιος δούλος, να δραπετεύσεις δηλαδή παρά τις συνθήκες και τις υποσχέσεις που ανέλαβες για να ζεις σαν πολίτης. Απάντησε λοιπόν, πες μας πρώτα, αν δεν είναι αλήθεια, όπως εμείς το διαβεβαιώνουμε, ότι εσύ είσαι υποχρεωμένος να ζεις σαν πολίτης σύμφωνα με τις διαταγές μας, με έργα και όχι μόνο με λόγια. Είναι αλήθεια;”.

Τι θα απαντήσουμε σε αυτά, Κρίτωνα; Μπορούμε να μη συμφωνήσουμε;

ΚΡΙΤΩΝ

Αναγκαστικά, Σωκράτη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

“Τι άλλο λοιπόν, κάνεις”, θα έλεγαν, “παρά να παραβαίνεις τις συνθήκες και τις συμφωνίες που έκλεισες μαζί μας. Και δεν τα παραδέχθηκες με τη βία αυτά ούτε εξαπατήθηκες ούτε αναγκάσθηκες να αποφασίσεις βιαστικά, γιατί είχες καιρό στα εβδομήντα σου χρόνια να σκεφτείς. Και στο διάστημα αυτό μπορούσες να φύγεις, αν δεν σου αρέσαμε εμείς και αν οι μεταξύ μας συμφωνίες δεν σου φαίνονταν δίκαιες. Απεναντίας εσύ δεν προτίμησες ούτε την Σπάρτη ούτε την Κρήτη, για τις οποίες ως γνωστόν κάθε φορά που συζητείς λές ότι ευνομούνται, ούτε καμία άλλη από τις ελληνικές πόλεις ούτε από τις βαρβαρικές. Μάλιστα ποτέ στη ζωή σου δεν έφυγες από εδώ, λιγότερο ακόμα και από τους κουτσούς και τους τυφλούς και τους άλλους ανάπηρους, σαν να μην διέφερες καθόλου από αυτούς. Τόσο πολύ, πιο πολύ από ό,τι στους άλλους Αθηναίους, σου άρεσε αυτή η πόλη και οι εμείς οι νόμοι. Γιατί σε ποιον μπορεί να αρέσει μια πόλη χωρίς νόμους; Και τώρα δεν θα μείνεις πιστός σε όσα έχεις υποσχεθεί; Ναι (θα μείνεις πιστός), αν μας ακούσεις, Σωκράτη, και δεν θα γίνεις περίγελος φεύγοντας από την πατρίδα σου.

Σκέψου τώρα και τα επακόλουθα: Εάν αθετήσεις τις υποχρεώσεις σου αυτές και υποπέσεις σε ένα τέτοιο σφάλμα, τι καλό θα κάνεις στον εαυτό σου και στους φίλους σου; Ότι θα διατρέξουν τον κίνδυνο να εξορισθούν και να στερηθούν την πατρίδα τους ή να χάσουν την περιουσία τους, είναι σχεδόν βέβαιο. Όσο για σένα, αν καταφύγεις σε καμία από τις πόλεις που είναι πολύ κοντά, όπως στην Θήβα ή στα Μέγαρα, επειδή και οι δύο αυτές πόλεις ευνομούνται, θα πας εκεί, Σωκράτη, σαν ένας εχθρός της Πολιτείας τους. Και όσοι αγαπούν τις πόλεις τους θα σε στραβοκοιτάζουν, γιατί θα σε θεωρούν διαφθορέα των νόμων, και έτσι θα επιβεβαιώσεις στους δικαστές την γνώμη τους ότι ορθά έκριναν την δίκη σου, γιατί άνθρωπος που είναι διαφθορέας των νόμων μπορεί κάλλιστα να νομισθεί διαφθορέας της νεολαίας και του αμαθούς όχλου. Τι θα κάνεις λοιπόν; Θα αποφύγεις τις ευνομούμενες πόλεις και τους πολιτισμένους ανθρώπους; Και αν το κάνεις αυτό, θα αξίζει τον κόπο να ζεις; Ή θα τους πλησιάσεις και αδιάντροπα θα συζητάς μαζί τους; Τι θα κάνεις Σωκράτη; Μήπως αυτά που έλεγες εδώ, πως η αρετή και η δικαιοσύνη και η νομιμότητα είναι τα πιο ανεκτίμητα πράγματα στους ανθρώπους; Και δεν νομίζεις ότι η πράξη σου αυτή θα είναι μια αδιαντροπιά; Ποιος θα αμφέβαλε γι’ αυτό;

Οπότε εσύ θα σηκωθείς και θα φύγεις από αυτούς τους τόπους, θα πας στην Θεσσαλία, στους φίλους του Κρίτωνα, γιατί εκεί, ως γνωστόν, επικρατεί μεγάλη αταξία και ανηθικότητα και εκεί ευχαρίστως ίσως να σε άκουαν να τους διηγείσαι με ποιο γελοίο τρόπο δραπέτευσες, κουκουλωμένος με κάποιο μανδύα ή σκεπασμένος με κάποια κάπα ή με άλλον τρόπο μεταμφιεσμένος, κατά τη συνήθεια των δούλων που δραπετεύουν, και αφού ακόμα θα άλλαζες τη μορφή σου. Και νομίζεις πως κανείς δεν θα βρεθεί να σου πει ότι εσύ, γέρος άνθρωπος, ενώ ακόμα σου απομένει λίγη ζωή, τόλμησες να δείξεις τόση αφοσίωση στη ζωή σου, ώστε να ποδοπατήσεις τους πιο σημαντικούς νόμους,; Ίσως, να μην στο πουν, αν εσύ δεν πειράξεις κανέναν. Μα, αν όχι, Σωκράτη, ω πόσα πολλά και ανάξιά σου έχεις να ακούσεις! Θα ζεις λοιπόν κολακεύοντας όλους τους ανθρώπους και θα φέρεσαι δουλικά σε όλους; Και πως θα τα περνάς στην Θεσσαλία; Διασκεδάζοντας στα τραπέζια του ενός και του άλλου, σαν να πήγαινες εκεί επίτηδες για να φας και να πιείς; Κι εκείνοι οι περίφημοι λόγοι μας περί δικαιοσύνης και της άλλης αρετής τι θα γίνουν; Ω, ναι, θέλεις να ζήσεις για τα παιδιά σου, να τα αναθρέψεις και να τα μορφώσεις! Λοιπόν τι σκέφτεσαι; Λογαριάζεις να τα πάρεις στην Θεσσαλία να τα αναθρέψεις και να τα μορφώσεις, αφού τα κάνεις ξένους, για να απολαύσουν στο τέλος και αυτό το καλό; Ή όχι, και θα τα αφήσεις εδώ να ανατραφούν; Αλλά νομίζεις ότι αν ζεις εσύ, αν και θα είσαι μακριά τους, αυτά θα ανατραφούν και θα μορφωθούν καλύτερα; Θα πεις ότι οι φίλοι σου θα αναλάβουν την φροντίδα γι’ αυτά. Ωραία! Αν φύγεις για τη Θεσσαλία θα φροντίσουν, και αν φύγεις για τον Άδη δεν θα φροντίσουν; Αν πρόκειται βέβαια να ελπίζεις κανένα καλό από εκείνους που σου λένε ότι είναι φίλοι, έχε τους εμπιστοσύνη!

Λοιπόν, Σωκράτη, άκουσε εμάς που σε αναθρέψαμε. Τα παιδιά, τη ζωή, και κάθε άλλο αγαπητό που υπάρχει στον κόσμο, να μην λογαριάσεις εμπρός στο δίκαιο, για να μπορείς όταν πας στον Άδη να απολογηθείς με όλα αυτά στους εκεί Άρχοντες. Γιατί εδώ - στη γη - είναι φανερό και σε σένα και στους δικούς σου ότι αυτό που σκοπεύεις να κάνεις δεν είναι ούτε καλό ούτε δίκαιο, ούτε ευλαβικό. Ούτε εκεί κάτω (στον Άδη) όταν θα φθάσεις θα σου είναι ωφέλιμο. Γι’ αυτό τώρα θα φύγεις απ’ αυτόν τον κόσμο, εάν αποφασίσεις να φύγεις, αδικημένος όχι από εμάς, τους νόμους, αλλά από τους ανθρώπους. Ενώ αν δραπετεύσεις από εδώ απαντώντας με τόσο αισχρό τρόπο στην αδικία με την αδικία και στο κακό με το κακό, αθετώντας τις συμφωνίες και τις υποσχέσεις που μόνος σου έκλεισες μαζί μας, και βλάπτοντας εκείνους που λιγότερο θα έπρεπε να βλάψεις, δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό σου και τους φίλους σου και την πατρίδα σου και εμάς, τότε και εμείς θα είμαστε οργισμένοι εναντίον σου, εφόσον ζεις, και εκεί κάτω, στον Άδη, οι αδελφοί μας οι νόμοι, δεν θα σου κάνουν καλή υποδοχή, επειδή θα γνωρίζουν ότι επιχείρησες και εμάς εδώ να καταστρέψεις, όσο ήταν αυτό δυνατόν από τη μεριά σου. Πρόσεξε λοιπόν να μην πλανηθείς από τα λόγια του Κρίτωνα και κάνεις ό,τι σου λέει αυτός, αντί να κάνεις ό,τι σου λέμε εμείς”.

Όλα αυτά, αγαπητέ μου φίλε Κρίτωνα, να ξέρεις καλά ότι εγώ νομίζω πως τα ακούω να λέγονται απαράλλακτα, όπως οι κορυβαντιώντες νομίζουν πως ακούν τον ήχο των αυλών. Και βουίζει στ’ αυτιά μου αυτός ο ίδιος ήχος των λόγων, τόσο πολύ, ώστε με κάνει να μένω κουφός σε κάθε άλλο ήχο. Λοιπόν, Κρίτωνα, ξέρεις τώρα εσύ πως σκέφτομαι. Αν σε αυτά έχεις αντιρρήσεις, μάταιος ο κόπος σου. Εάν νομίζεις όμως πως θα κατορθώσεις κάτι παραπάνω, πες μου τη σκέψη σου.

ΚΡΙΤΩΝ

Σωκράτη μου, δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Άσε τα λοιπόν, Κρίτωνα, και ας πράξουμε έτσι, αφού προς αυτόν τον δρόμο μας οδηγεί ο Θεός.


ΤΕΛΟΣ

Αρχιμήδους του Συρακουσίου - Τα μέχρι νυν σωζώμενα Άπαντα (1544)


Αρχιμήδους του Συρακουσίου - Τα μέχρι νυν σωζώμενα Άπαντα (1544)FREE photo hosting by Fih.gr

Σε δημοπρασία του οίκου Christie΄s στο
Λονδίνο βγήκαν την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2011 ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα
αντίτυπα έργων του Αρχιμήδη. Πρόκειται για το μοναδικό σωζόμενο αντίτυπο μίας
από τις αρχαιότερες εκδόσεις των απάντων του. «Αρχιμήδους του Συρακουσίου,
τα μέχρι νυν σωζόμενα άπαντα»
είναι ο τίτλος του βιβλίου, που αγοράστηκε
προ ετών στο εξωτερικό από Έλληνα συλλέκτη και δόθηκε πρόσφατα στον οίκο
Christie΄s προκειμένου να τεθεί σε δημοπρασία. Ο τόμος φέρει την ένδειξη «Βasilae
ΜDΧLΙΙΙΙ » (Βασιλεία 1544). Η τιμή εκκίνησης για τη δημοπρασία ορίστηκε
μεταξύ 21.000-25.000 ευρώ!!!
Η δημοπρατούμενη έκδοση (χωρίς εξώφυλλο από
δέρμα ή πανί) έχει βιβλιοδετηθεί με κενά φύλλα μπροστά και πίσω. Απαρτίζεται
από τέσσερις μικρούς τόμους «δεμένους» σε έναν, με συνολικά 455 σελίδες.
Η έκδοση συμπεριλαμβάνει- πέραν των σωζόμενων απάντων- και τα πρώτα σχόλια του
Βυζαντινού Ευτοκίου (του πρώτου σχολιαστή του έργου του Αρχιμήδη). Ο Αρχιμήδης
γεννήθηκε το 287 π.Χ. στις Συρακούσες- ελληνική αποικία στη Σικελία. Συνέδεσε
το όνομά του με τη γένεση της Μηχανικής στην αρχαία Ελλάδα και με τη λύση
περίφημων μαθηματικών προβλημάτων, καθώς και με αμυντικές εφευρέσεις. Φέρεται
ότι σκοτώθηκε από Ρωμαίο στρατιώτη (όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τις Συρακούσες)
σε ηλικία 75 ετών, φωνάζοντας προς τον εκτελεστή του που τον διέκοψε από
γεωμετρικές μετρήσεις: «Μη μου τους κύκλους τάραττε»... Διαβάστε τα
ΔΩΡΕΑΝ.

Αρχιμήδης ο Συρακούσιος



Αρχιμήδους του Συρακούσιου τα μέχρι νυν σωζώμενα Άπαντα (1544) – Διαβάστε τα

Αισχύλος, Αγαμέμνων


Αισχύλος, Αγαμέμνων

ΦΥΛΑΞ
Θεοὺς μὲν αἰτῶ τῶνδ' ἀπαλλαγὴν πόνων,
φρουρᾶς ἐτείας μῆκος, ἣν κοιμώμενος
στέγαις Ἀτρειδῶν ἄγκαθεν, κυνὸς δίκην,
ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων ὁμήγυριν,
καὶ τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ θέρος βροτοῖς
λαμπροὺς δυνάστας, ἐμπρέποντας αἰθέρι
[ἀστέρας, ὅταν φθίνωσιν, ἀντολάς τε τῶν].
καὶ νῦν φυλάσσω λαμπάδος τὸ σύμβολον,
αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν
10 ἁλώσιμόν τε βάξιν• ὧδε γὰρ κρατεῖ
γυναικὸς ἀνδρόβουλον ἐλπίζον κέαρ.
εὖτ' ἂν δὲ νυκτίπλαγκτον ἔνδροσόν τ' ἔχων
εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην
ἐμήν–φόβος γὰρ ἀνθ' ὕπνου παραστατεῖ,
τὸ μὴ βεβαίως βλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ–
ὅταν δ' ἀείδειν ἢ μινύρεσθαι δοκῶ,
ὕπνου τόδ' ἀντίμολπον ἐντέμνων ἄκος,
κλαίω τότ' οἴκου τοῦδε συμφορὰν στένων
οὐχ ὡς τὰ πρόσθ' ἄριστα διαπονουμένου.
20 νῦν δ' εὐτυχὴς γένοιτ' ἀπαλλαγὴ πόνων
εὐαγγέλου φανέντος ὀρφναίου πυρός.
ὦ χαῖρε λαμπτήρ, νυκτὸς ἡμερήσιον
φάος πιφαύσκων καὶ χορῶν κατάστασιν
πολλῶν ἐν Ἄργει, τῆσδε συμφορᾶς χάριν.
ἰοὺ ἰού.
Ἀγαμέμνονος γυναικὶ σημαίνω τορῶς
εὐνῆς ἐπαντείλασαν ὡς τάχος δόμοις
ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι
ἐπορθιάζειν, εἴπερ Ἰλίου πόλις
30 ἑάλωκεν, ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει•
αὐτός τ' ἔγωγε φροίμιον χορεύσομαι.
τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι
τρὶς ἓξ βαλούσης τῆσδέ μοι φρυκτωρίας.
γένοιτο δ' οὖν μολόντος εὐφιλῆ χέρα
ἄνακτος οἴκων τῇδε βαστάσαι χερί.
τὰ δ' ἄλλα σιγῶ• βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας
βέβηκεν• οἶκος δ' αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι,
σαφέστατ' ἂν λέξειεν• ὡς ἑκὼν ἐγὼ
μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι λήθομαι.

ΧΟΡΟΣ
40 δέκατον μὲν ἔτος τόδ' ἐπεὶ Πριάμῳ
μέγας ἀντίδικος,
Μενέλαος ἄναξ ἠδ' Ἀγαμέμνων,
διθρόνου Διόθεν καὶ δισκήπτρου
τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδᾶν,
στόλον Ἀργείων χιλιοναύταν
τῆσδ' ἀπὸ χώρας
ἦραν, στρατιῶτιν ἀρωγάν,
μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη
τρόπον αἰγυπιῶν,
50 οἵτ' ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων
ὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται
πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι,
δεμνιοτήρη
πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες•
ὕπατος δ' ἀίων ἤ τις Ἀπόλλων
ἢ Πὰν ἢ Ζεὺς οἰωνόθροον
γόον ὀξυβόαν τῶνδε μετοίκων
ὑστερόποινον
πέμπει παραβᾶσιν Ἐρινύν.
60 οὕτω δ' Ἀτρέως παῖδας ὁ κρείσσων
ἐπ' Ἀλεξάνδρῳ πέμπει ξένιος
Ζεὺς πολυάνορος ἀμφὶ γυναικός,
πολλὰ παλαίσματα καὶ γυιοβαρῆ,
γόνατος κονίαισιν ἐρειδομένου
διακναιομένης τ' ἐν προτελείοις
κάμακος, θήσων Δαναοῖσιν
Τρωσί θ' ὁμοίως. ἔστι δ' ὅπη νῦν
ἔστι• τελεῖται δ' ἐς τὸ πεπρωμένον•
οὔθ' ὑποκαίων οὔτ' ἐπιλείβων
70 οὔτε δακρύων ἀπύρων ἱερῶν
ὀργὰς ἀτενεῖς παραθέλξει.
ἡμεῖς δ' ἀτίται σαρκὶ παλαιᾷ
τῆς τότ' ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες
μίμνομεν ἰσχὺν
ἰσόπαιδα νέμοντες ἐπὶ σκήπτροις.
ὅ τε γὰρ νεαρὸς μυελὸς στέρνων
ἐντὸς ἀνᾴσσων
ἰσόπρεσβυς Ἄρης δ' οὐκ ἔνι χώρᾳ,
τό θ' ὑπέργηρων φυλλάδος ἤδη
80 κατακαρφομένης τρίποδας μὲν ὁδοὺς
στείχει, παιδὸς δ' οὐδὲν ἀρείων
ὄναρ ἡμερόφαντον ἀλαίνει.

σὺ δέ, Τυνδάρεω
θύγατερ, βασίλεια Κλυταιμήστρα,
τί χρέος; τί νέον; τί δ' ἐπαισθομένη
τίνος ἀγγελίας
πειθοῖ περίπεμπτα θυοσκεῖς;
πάντων δὲ θεῶν τῶν ἀστυνόμων,
ὑπάτων, χθονίων,
90 τῶν τε θυραίων τῶν τ' ἀγοραίων,
βωμοὶ δώροισι φλέγονται•
ἄλλη δ' ἄλλοθεν οὐρανομήκης
λαμπὰς ἀνίσχει,
φαρμασσομένη χρίματος ἁγνοῦ
μαλακαῖς ἀδόλοισι παρηγορίαις,
πελάνῳ μυχόθεν βασιλείῳ.
τούτων λέξασ' ὅ τι καὶ δυνατὸν
καὶ θέμις αἴνει
παιών τε γενοῦ τῆσδε μερίμνης,
100 ἣ νῦν τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει,
τοτὲ δ' ἐκ θυσιῶν ἀγάν' ἀμφαίνουσ'
ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ' ἄπληστον
† τὴν θυμοφθόρον λύπης φρένα. †

κύριός εἰμι θροεῖν ὅδιον κράτος αἴσιον ἀνδρῶν [στρ. α.
ἐντελέων• ἔτι γὰρ θεόθεν καταπνεύει
πειθώ, μολπᾶν ἀλκάν, σύμφυτος αἰών•
ὅπως Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος, Ἑλλάδος ἥβας
110 ξύμφρονα ταγάν,
πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι
θούριος ὄρνις Τευκρίδ' ἐπ' αἶαν,
οἰωνῶν βασιλεὺς βασιλεῦσι νεῶν ὁ κελαινός, ὅ τ' ἐξόπιν
ἀργᾶς,
φανέντες ἴκταρ μελάθρων χερὸς ἐκ δοριπάλτου
παμπρέπτοις ἐν ἕδραισι,
βοσκόμενοι λαγίναν, ἐρικύμονα φέρματα, γένναν,
120 βλαβέντα λοισθίων δρόμων.
αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ' εὖ νικάτω.

κεδνὸς δὲ στρατόμαντις ἰδὼν δύο λήμασι δισσοὺς [ἀντ. α.
Ἀτρεΐδας μαχίμους ἐδάη λαγοδαίτας
πομπούς τ' ἀρχάς• οὕτω δ' εἶπε τερᾴζων•
‘χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος,
πάντα δὲ πύργων
κτήνη πρόσθε τὰ δημιοπληθέα
130 Μοῖρα λαπάξει πρὸς τὸ βίαιον•
οἶον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας
στρατωθέν. οἴκτῳ γὰρ ἐπίφθονος Ἄρτεμις ἀγνὰ
πτανοῖσιν κυσὶ πατρὸς
αὐτότοκον πρὸ λόχου μογερὰν πτάκα θυομένοισι•
στυγεῖ δὲ δεῖπνον αἰετῶν.’
αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ' εὖ νικάτω.

140 ‘τόσον περ εὔφρων ἁ καλά, [μεσῳδ.
δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν λεόντων
πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις
θηρῶν ὀβρικάλοισι τερπνά,
τούτων αἰτεῖ ξύμβολα κρᾶναι,
δεξιὰ μὲν κατάμομφα δὲ φάσματα † στρουθῶν.
ἰήιον δὲ καλέω Παιᾶνα,
μή τινας ἀντιπνόους Δαναοῖς χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας
150 τεύξῃ, σπευδομένα θυσίαν ἑτέραν, ἄνομόν τιν', ἄδαιτον,
νεικέων τέκτονα σύμφυτον,
οὐ δεισήνορα. μίμνει γὰρ φοβερὰ παλίνορτος
οἰκονόμος δολία μνάμων μῆνις τεκνόποινος.’
τοιάδε Κάλχας ξὺν μεγάλοις ἀγαθοῖς ἀπέκλαγξεν
μόρσιμ' ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων οἴκοις βασιλείοις•
τοῖς δ' ὁμόφωνον
αἵλινον αἵλινον εἰπέ, τὸ δ' εὖ νικάτω.

160 Ζεύς, ὅστις ποτ' ἐστίν, εἰ τόδ' αὐ- [στρ. β.
τῷ φίλον κεκλημένῳ,
τοῦτό νιν προσεννέπω.
οὐκ ἔχω προσεικάσαι
πάντ' ἐπισταθμώμενος
πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος
χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως.

οὐδ' ὅστις πάροιθεν ἦν μέγας, [ἀντ. β.
παμμάχῳ θράσει βρύων,
170 οὐδὲ λέξεται πρὶν ὤν•
ὃς δ' ἔπειτ' ἔφυ, τρια-
κτῆρος οἴχεται τυχών.
Ζῆνα δέ τις προφρόνως ἐπινίκια κλάζων
τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν,

τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ- [στρ. γ.
σαντα, τὸν πάθει μάθος
θέντα κυρίως ἔχειν.
στάζει δ' ἀνθ' ὕπνου πρὸ καρδίας
180 μνησιπήμων πόνος• καὶ παρ' ἄ-
κοντας ἦλθε σωφρονεῖν.
δαιμόνων δέ που χάρις βίαιος
σέλμα σεμνὸν ἡμένων.

καὶ τόθ' ἡγεμὼν ὁ πρέ- [ἀντ. γ.
σβυς νεῶν Ἀχαιικῶν,
μάντιν οὔτινα ψέγων,
ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων,
εὖτ' ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ βαρύ-
νοντ' Ἀχαιικὸς λεώς,
190 Χαλκίδος πέραν ἔχων παλιρρό-
χθοις ἐν Αὐλίδος τόποις•

πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι [στρ. δ.
κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι,
βροτῶν ἄλαι,
ναῶν <τε> καὶ πεισμάτων ἀφειδεῖς,
παλιμμήκη χρόνον τιθεῖσαι
τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργεί-
ων• ἐπεὶ δὲ καὶ πικροῦ
χείματος ἄλλο μῆχαρ
200 βριθύτερον πρόμοισιν
μάντις ἔκλαγξεν
προφέρων Ἄρτεμιν, ὥστε χθόνα βάκτροις
ἐπικρούσαντας Ἀτρείδας
δάκρυ μὴ κατασχεῖν•

ἄναξ δ' ὁ πρέσβυς τόδ' εἶπε φωνῶν• [ἀντ. δ.
‘βαρεῖα μὲν κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι,
βαρεῖα δ', εἰ
τέκνον δαΐξω, δόμων ἄγαλμα,
μιαίνων παρθενοσφάγοισιν
210 ῥείθροις πατρῴους χέρας πέλας βω-
μοῦ. τί τῶνδ' ἄνευ κακῶν;
πῶς λιπόναυς γένωμαι
ξυμμαχίας ἁμαρτών;
παυσανέμου γὰρ
θυσίας παρθενίου θ' αἵματος ὀργᾷ
περιόργως ἐπιθυμεῖν
θέμις. εὖ γὰρ εἴη.’

ἐπεὶ δ' ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον [στρ. ε.
φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν
220 ἄναγνον, ἀνίερον, τόθεν
τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω.
βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις
τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων.
ἔτλα δ' οὖν θυτὴρ γενέσθαι
θυγατρός, γυναικοποίνων
πολέμων ἀρωγὰν
καὶ προτέλεια ναῶν.

λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῴους [ἀντ. ε.
παρ' οὐδὲν αἰῶ τε παρθένειον
230 ἔθεντο φιλόμαχοι βραβῆς.
φράσεν δ' ἀόζοις πατὴρ μετ' εὐχὰν
δίκαν χιμαίρας ὕπερθε βωμοῦ
πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ
προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην,
στόματός τε καλλιπρῴρου
φυλακᾷ κατασχεῖν
φθόγγον ἀραῖον οἴκοις.

βίᾳ χαλινῶν δ', ἀναύδῳ μένει, [στρ. ζ.
κρόκου βαφὰς [δ'] ἐς πέδον χέουσα,
240 ἔβαλλ' ἕκαστον θυτή-
ρων ἀπ' ὄμματος βέλει φιλοίκτῳ,
πρέπουσα τὼς ἐν γραφαῖς, προσεννέπειν
θέλουσ', ἐπεὶ πολλάκις
πατρὸς κατ' ἀνδρῶνας εὐτραπέζους
ἔμελψεν, ἁγνᾷ δ' ἀταύρωτος αὐδᾷ πατρὸς
φίλου τριτόσπονδον εὔποτμον
παιῶνα φίλως ἐτίμα.

τὰ δ' ἔνθεν οὔτ' εἶδον οὔτ' ἐννέπω• [ἀντ. ζ.
τέχναι δὲ Κάλχαντος οὐκ ἄκραντοι.
250 Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῦ-
σιν μαθεῖν ἐπιρρέπει• τὸ μέλλον
ἐπεὶ γένοιτ' ἂν κλύοις• πρὸ χαιρέτω•
ἴσον δὲ τῷ προστένειν.
τορὸν γὰρ ἥξει σύνορθρον αὐγαῖς.
πέλοιτο δ' οὖν ἁ 'πὶ τούτοισιν εὖ πρᾶξις, ὡς
θέλει τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας
γαίας μονόφρουρον ἕρκος.

– ἥκω σεβίζων σόν, Κλυταιμήστρα, κράτος•
δίκη γάρ ἐστι φωτὸς ἀρχηγοῦ τίειν
260 γυναῖκ' ἐρημωθέντος ἄρσενος θρόνου.
σὺ δ' εἴ τι κεδνὸν εἴτε μὴ πεπυσμένη
εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θυηπολεῖς,
κλύοιμ' ἂν εὔφρων• οὐδὲ σιγώσῃ φθόνος.

ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
εὐάγγελος μέν, ὥσπερ ἡ παροιμία,
ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης πάρα.
πεύσῃ δὲ χάρμα μεῖζον ἐλπίδος κλύειν•
Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι πόλιν.
Χο. πῶς φῄς; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας.
Κλ. Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν• ἦ τορῶς λέγω;
270 Χο. χαρά μ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη.
Κλ. εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῦ κατηγορεῖ.
Χο. τί γὰρ τὸ πιστόν; ἔστι τῶνδέ σοι τέκμαρ;
Κλ. ἔστιν• τί δ' οὐχί; μὴ δολώσαντος θεοῦ.
Χο. πότερα δ' ὀνείρων φάσματ' εὐπειθῆ σέβεις;
Κλ. οὐ δόξαν ἂν λάκοιμι βριζούσης φρενός.
Χο. ἀλλ' ἦ σ' ἐπίανέν τις ἄπτερος φάτις;
Κλ. παιδὸς νέας ὣς κάρτ' ἐμωμήσω φρένας.
Χο. ποίου χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις;
Κλ. τῆς νῦν τεκούσης φῶς τόδ' εὐφρόνης λέγω.
280 Χο. καὶ τίς τόδ' ἐξίκοιτ' ἂν ἀγγέλων τάχος;
Κλ. Ἥφαιστος Ἴδης λαμπρὸν ἐκπέμπων σέλας.
φρυκτὸς δὲ φρυκτὸν δεῦρ' ἀπ' ἀγγάρου πυρὸς
ἔπεμπεν• Ἴδη μὲν πρὸς Ἑρμαῖον λέπας
Λήμνου• μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου τρίτον
Ἀθῷον αἶπος Ζηνὸς ἐξεδέξατο,
ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι
ἰχθῦς πορευτοῦ λαμπάδος πρὸς ἡδονήν,
πεύκη τὸ χρυσοφεγγές, ὥς τις ἥλιος,
σέλας παραγγείλασα Μακίστου σκοπαῖς•
290 ὁ δ' οὔτι μέλλων οὐδ' ἀφρασμόνως ὕπνῳ
νικώμενος παρῆκεν ἀγγέλου μέρος•
ἑκὰς δὲ φρυκτοῦ φῶς ἐπ' Εὐρίπου ῥοὰς
Μεσσαπίου φύλαξι σημαίνει μολόν.
οἱ δ' ἀντέλαμψαν καὶ παρήγγειλαν πρόσω
γραίας ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες πυρί.
σθένουσα λαμπὰς δ' οὐδέπω μαυρουμένη,
ὑπερθοροῦσα πεδίον Ἀσωποῦ, δίκην
φαιδρᾶς σελήνης, πρὸς Κιθαιρῶνος λέπας,
ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός.
300 φάος δὲ τηλέπομπον οὐκ ἠναίνετο
φρουρά, πλέον καίουσα τῶν εἰρημένων,
λίμνην δ' ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν φάος,
ὄρος τ' ἐπ' Αἰγίπλαγκτον ἐξικνούμενον
ὤτρυνε θεσμὸν μὴ χατίζεσθαι πυρός.
πέμπουσι δ' ἀνδαίοντες ἀφθόνῳ μένει
φλογὸς μέγαν πώγωνα, καὶ Σαρωνικοῦ
πορθμοῦ κάτοπτον πρῶν' ὑπερβάλλειν πρόσω
φλέγουσαν• εἶτ' ἔσκηψεν, εὖτ' ἀφίκετο
Ἀραχναῖον αἶπος, ἀστυγείτονας σκοπάς•
310 κἄπειτ' Ἀτρειδῶν ἐς τόδε σκήπτει στέγος
φάος τόδ' οὐκ ἄπαππον Ἰδαίου πυρός.
τοιοίδε τοί μοι λαμπαδηφόρων νομοί,
ἄλλος παρ' ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι•
νικᾷ δ' ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος δραμών.
τέκμαρ τοιοῦτον σύμβολόν τε σοὶ λέγω
ἀνδρὸς παραγγείλαντος ἐκ Τροίας ἐμοί.
Χο. θεοῖς μὲν αὖθις, ὦ γύναι, προσεύξομαι.
λόγους δ' ἀκοῦσαι τούσδε κἀποθαυμάσαι
διηνεκῶς θέλοιμ' ἂν ὡς λέγεις πάλιν.
320 Κλ. Τροίαν Ἀχαιοὶ τῇδ' ἔχουσ' ἐν ἡμέρᾳ.
οἶμαι βοὴν ἄμεικτον ἐν πόλει πρέπειν.
ὄξος τ' ἄλειφά τ' ἐγχέας ταὐτῷ κύτει
διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως † προσεννέποις.
καὶ τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων δίχα
φθογγὰς ἀκούειν ἔστι συμφορᾶς διπλῆς.
οἱ μὲν γὰρ ἀμφὶ σώμασιν πεπτωκότες
ἀνδρῶν κασιγνήτων τε, καὶ φυταλμίων
παῖδες γερόντων, οὐκέτ' ἐξ ἐλευθέρου
δέρης ἀποιμώζουσι φιλτάτων μόρον•
330 τοὺς δ' αὖτε νυκτίπλαγκτος ἐκ μάχης πόνος
νήστεις πρὸς ἀρίστοισιν ὧν ἔχει πόλις
τάσσει, πρὸς οὐδὲν ἐν μέρει τεκμήριον,
ἀλλ' ὡς ἕκαστος ἔσπασεν τύχης πάλον.
ἐν αἰχμαλώτοις Τρωικοῖς οἰκήμασιν
ναίουσιν ἤδη, τῶν ὑπαιθρίων πάγων
δρόσων τ' ἀπαλλαχθέντες• ὡς δ' εὐδαίμονες
ἀφύλακτον εὑδήσουσι πᾶσαν εὐφρόνην.
εἰ δ' εὐσεβοῦσι τοὺς πολισσούχους θεοὺς
τοὺς τῆς ἁλούσης γῆς θεῶν θ' ἱδρύματα,
340 οὔ τἂν ἑλόντες ἀνθαλοῖεν ἄν.
ἔρως δὲ μή τις πρότερον ἐμπίπτῃ στρατῷ
πορθεῖν ἃ μὴ χρή, κέρδεσιν νικωμένους.
δεῖ γὰρ πρὸς οἴκους νοστίμου σωτηρίας
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν•
θεοῖς δ' ἀναμπλάκητος εἰ μόλοι στρατός,
ἐγρηγορὸς τὸ πῆμα τῶν ὀλωλότων
γένοιτ' ἄν, εἰ πρόσπαιά πη τεύχοι κακά.
τοιαῦτά τοι γυναικὸς ἐξ ἐμοῦ κλύεις•
τὸ δ' εὖ κρατοίη, μὴ διχορρόπως ἰδεῖν.
350 πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τήνδ' ὄνησιν εἱλόμην.
Χο. γύναι, κατ' ἄνδρα σώφρον' εὐφρόνως λέγεις.
ἐγὼ δ' ἀκούσας πιστά σου τεκμήρια
θεοὺς προσειπεῖν αὖ παρασκευάζομαι.
χάρις γὰρ οὐκ ἄτιμος εἴργασται πόνων.

– ὦ Ζεῦ βασιλεῦ καὶ νὺξ φιλία
μεγάλων κόσμων κτεάτειρα,
ἥτ' ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες
στεγανὸν δίκτυον, ὡς μήτε μέγαν
μήτ' οὖν νεαρῶν τιν' ὑπερτελέσαι
360 μέγα δουλείας
γάγγαμον, ἄτης παναλώτου.
Δία τοι ξένιον μέγαν αἰδοῦμαι
τὸν τάδε πράξαντ', ἐπ' Ἀλεξάνδρῳ
τείνοντα πάλαι τόξον, ὅπως ἂν
μήτε πρὸ καιροῦ μήθ' ὑπὲρ ἄστρων
βέλος ἠλίθιον σκήψειεν.

– Διὸς πλαγὰν ἔχουσιν εἰπεῖν, [στρ. α.
πάρεστιν τοῦτό γ' ἐξιχνεῦσαι.
ἔπραξεν ὡς ἔκρανεν. οὐκ ἔφα τις
370 θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν
ὅσοις ἀθίκτων χάρις
πατοῖθ'• ὁ δ' οὐκ εὐσεβής.
πέφανται δ' ἐγγονοῦσα τόλμη τῶν Ἄρη
πνεόντων μεῖζον ἢ δικαίως,
φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ
ὑπὲρ τὸ βέλτιστον. ἔστω δ' ἀπή-
μαντον, ὥστ' ἀπαρκεῖν
380 εὖ πραπίδων λαχόντι.

οὐ γὰρ ἔστιν ἔπαλξις
πλούτου πρὸς κόρον ἀνδρὶ
λακτίσαντι μέγαν Δίκας
βωμὸν εἰς ἀφάνειαν.

βιᾶται δ' ἁ τάλαινα πειθώ, [ἀντ. α.
προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας.
ἄκος δὲ πᾶν μάταιον. οὐκ ἐκρύφθη,
πρέπει δέ, φῶς αἰνολαμπές, σίνος•
390 κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον
τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς
μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς, ἐπεὶ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν,
πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον•
λιτᾶν δ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν•
† τὸν δ' ἐπίστροφον τῶν[δε]
φῶτ' ἄδικον καθαιρεῖ.

οἷος καὶ Πάρις ἐλθὼν
400 ἐς δόμον τὸν Ἀτρειδᾶν
ᾔσχυνε ξενίαν τράπε-
ζαν κλοπαῖσι γυναικός.

λιποῦσα δ' ἀστοῖσιν ἀσπίστορας [στρ. β.
κλόνους λοχισμούς τε καὶ
ναυβάτας ὁπλισμούς,
ἄγουσά τ' ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν
βεβάκει ῥίμφα διὰ
πυλᾶν ἄτλητα τλᾶσα• πολλὰ δ' ἔστενον
τόδ' ἐννέποντες δόμων προφῆται•
410 ‘ἰὼ ἰὼ δῶμα δῶμα καὶ πρόμοι,
ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες.
† πάρεστι σιγᾶς ἄτιμος † ἀλοίδορος
ἄλιστος ἀφεμένων ἰδεῖν.
πόθῳ δ' ὑπερποντίας
φάσμα δόξει δόμων ἀνάσσειν.’

εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν
ἔχθεται χάρις ἀνδρί•
ὀμμάτων δ' ἐν ἀχηνίαις
ἔρρει πᾶσ' Ἀφροδίτα.

420 ὀνειρόφαντοι δὲ πειθήμονες [ἀντ. β.
πάρεισι δόξαι φέρου-
σαι χάριν ματαίαν.
μάταν γάρ, εὖτ' ἂν ἐς θιγὰς δοκῶν ὁρᾷ,
παραλλάξασα διὰ
χερῶν βέβακεν ὄψις, οὐ μεθύστερον
πτεροῖς ὀπαδοῦσ' ὕπνου κελεύθοις.
τὰ μὲν κατ' οἴκους ἐφ' ἑστίας ἄχη
τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα.
τὸ πᾶν δ' ἀπ' αἴας Ἕλλαδος συνορμένοις
430 πένθεια τλησικάρδιος
δόμῳ 'ν ἑκάστου πρέπει.
πολλὰ γοῦν θιγγάνει πρὸς ἧπαρ•
οὓς μὲν γάρ <τις> ἔπεμψεν
οἶδεν, ἀντὶ δὲ φωτῶν
τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκά-
στου δόμους ἀφικνεῖται.

ὁ χρυσαμοιβὸς δ' Ἄρης σωμάτων [στρ. γ.
καὶ ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορὸς
440 πυρωθὲν ἐξ Ἰλίου
φίλοισι πέμπει βαρὺ
ψῆγμα δυσδάκρυτον, ἀντ-
ήνορος σποδοῦ γεμί-
ζων λέβητας εὐθέτους.
στένουσι δ' εὖ λέγοντες ἄν-
δρα τὸν μὲν ὡς μάχης ἴδρις,
τὸν δ' ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντ'– ‘ἀλ-
λοτρίας διαὶ γυναικός’•
τάδε σῖγά τις βαΰζει•
450 φθονερὸν δ' ὑπ' ἄλγος ἕρπει
προδίκοις Ἀτρείδαις.

οἱ δ' αὐτοῦ περὶ τεῖχος
θήκας Ἰλιάδος γᾶς
εὔμορφοι κατέχουσιν• ἐ-
χθρὰ δ' ἔχοντας ἔκρυψεν.

βαρεῖα δ' ἀστῶν φάτις ξὺν κότῳ• [ἀντ. γ.
δημοκράτου δ' ἀρᾶς τίνει χρέος.
μένει δ' ἀκοῦσαί τί μοι
460 μέριμνα νυκτηρεφές.
τῶν πολυκτόνων γὰρ οὐκ
ἄσκοποι θεοί. κελαι-
ναὶ δ' Ἐρινύες χρόνῳ
τυχηρὸν ὄντ' ἄνευ δίκας
παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου
τιθεῖσ' ἀμαυρόν, ἐν δ' ἀίστοις
τελέθοντος οὔτις ἀλκά•
τὸ δ' ὑπερκόπως κλύειν εὖ
βαρύ• βάλλεται γὰρ ὄσσοις
470 Διόθεν κεραυνός.

κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον•
μήτ' εἴην πτολιπόρθης
μήτ' οὖν αὐτὸς ἁλοὺς ὑπ' ἄλ-
λων βίον κατίδοιμι.

– πυρὸς δ' ὑπ' εὐαγγέλου [ἐπῳδ.
πόλιν διήκει θοὰ
βάξις• εἰ δ' ἐτήτυμος,
τίς οἶδεν, ἤ τι θεῖόν ἐστί πῃ ψύθος.

– τίς ὧδε παιδνὸς ἢ φρενῶν κεκομμένος,
480 φλογὸς παραγγέλμασιν
νέοις πυρωθέντα καρδίαν ἔπειτ'
ἀλλαγᾷ λόγου καμεῖν;
– γυναικὸς αἰχμᾷ πρέπει
πρὸ τοῦ φανέντος χάριν ξυναινέσαι.
πιθανὸς ἄγαν ὁ θῆλυς ὅρος ἐπινέμεται
ταχύπορος• ἀλλὰ ταχύμορον
γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος.

Χο. τάχ' εἰσόμεσθα λαμπάδων φαεσφόρων
490 φρυκτωριῶν τε καὶ πυρὸς παραλλαγάς,
εἴτ' οὖν ἀληθεῖς, εἴτ' ὀνειράτων δίκην
τερπνὸν τόδ' ἐλθὸν φῶς ἐφήλωσεν φρένας.
κήρυκ' ἀπ' ἀκτῆς τόνδ' ὁρῶ κατάσκιον
κλάδοις ἐλαίας• μαρτυρεῖ δέ μοι κάσις
πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις τάδε,
ὡς οὐκ ἄναυδος οὗτος, οὐ δαίων φλόγα
ὕλης ὀρείας, σημανεῖ καπνῷ πυρός,
ἀλλ' ἢ τὸ χαίρειν μᾶλλον ἐκβάξει λέγων–
τὸν ἀντίον δὲ τοῖσδ' ἀποστέργω λόγον•
500 εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι προσθήκη πέλοι.

– ὅστις τάδ' ἄλλως τῇδ' ἐπεύχεται πόλει,
αὐτὸς φρενῶν καρποῖτο τὴν ἁμαρτίαν.

ΚΗΡΥΞ
ἰὼ πατρῷον οὖδας Ἀργείας χθονός,
δεκάτῳ σε φέγγει τῷδ' ἀφικόμην ἔτους,
πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων μιᾶς τυχών.
οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν τῇδ' ἐν Ἀργείᾳ χθονὶ
θανὼν μεθέξειν φιλτάτου τάφου μέρος.
νῦν χαῖρε μὲν χθών, χαῖρε δ' ἡλίου φάος,
ὕπατός τε χώρας Ζεύς, ὁ Πύθιός τ' ἄναξ,
510 τόξοις ἰάπτων μηκέτ' εἰς ἡμᾶς βέλη•
ἅλις παρὰ Σκάμανδρον ἦσθ' ἀνάρσιος,
νῦν δ' αὖτε σωτὴρ ἴσθι καὶ παιώνιος,
ἄναξ Ἄπολλον. τούς τ' ἀγωνίους θεοὺς
πάντας προσαυδῶ, τόν τ' ἐμὸν τιμάορον
Ἑρμῆν, φίλον κήρυκα, κηρύκων σέβας,
ἥρως τε τοὺς πέμψαντας, εὐμενεῖς πάλιν
στρατὸν δέχεσθαι τὸν λελειμμένον δορός.
ἰὼ μέλαθρα βασιλέων, φίλαι στέγαι,
σεμνοί τε θᾶκοι, δαίμονές τ' ἀντήλιοι,
520 εἴ που πάλαι, φαιδροῖσι τοισίδ' ὄμμασι
δέξασθε κόσμῳ βασιλέα πολλῷ χρόνῳ.
ἥκει γὰρ ὑμῖν φῶς ἐν εὐφρόνῃ φέρων
καὶ τοῖσδ' ἅπασι κοινὸν Ἀγαμέμνων ἄναξ.
ἀλλ' εὖ νιν ἀσπάσασθε, καὶ γὰρ οὖν πρέπει,
Τροίαν κατασκάψαντα τοῦ δικηφόρου
Διὸς μακέλλῃ, τῇ κατείργασται πέδον.
βωμοὶ δ' ἄιστοι καὶ θεῶν ἱδρύματα,
καὶ σπέρμα πάσης ἐξαπόλλυται χθονός.
τοιόνδε Τροίᾳ περιβαλὼν ζευκτήριον
530 ἄναξ Ἀτρείδης πρέσβυς, εὐδαίμων ἀνήρ,
ἥκει, τίεσθαι δ' ἀξιώτατος βροτῶν
τῶν νῦν• Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς πόλις
ἐξεύχεται τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον.
ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην
τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε καὶ πανώλεθρον
αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισεν δόμον.
διπλᾶ δ' ἔτεισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια.
Χο. κῆρυξ Ἀχαιῶν χαῖρε τῶν ἀπὸ στρατοῦ.
Κη. χαίρω, † τεθνᾶναι δ' οὐκέτ' ἀντερῶ θεοῖς. †
540 Χο. ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς σ' ἐγύμνασεν;
Κη. ὥστ' ἐνδακρύειν γ' ὄμμασιν χαρᾶς ὕπο.
Χο. τερπνῆς ἄρ' ἦστε τῆσδ' ἐπήβολοι νόσου,
Κη. πῶς δή; διδαχθεὶς τοῦδε δεσπόσω λόγου.
Χο. τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι.
Κη. ποθεῖν ποθοῦντα τήνδε γῆν στρατὸν λέγεις;
Χο. ὡς πόλλ' ἀμαυρᾶς ἐκ φρενός <μ'> ἀναστένειν.
Κη. πόθεν τὸ δύσφρον; τοῦτ' ἐπῆν στύγος στρατῷ;
Χο. πάλαι τὸ σιγᾶν φάρμακον βλάβης ἔχω.
Κη. καὶ πῶς; ἀπόντων κοιράνων ἔτρεις τινάς;
550 Χο. ὡς νῦν τὸ σὸν δή, καὶ θανεῖν πολλὴ χάρις.
Κη. εὖ γὰρ πέπρακται. ταῦτα δ' ἐν πολλῷ χρόνῳ
τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν,
τὰ δ' αὖτε κἀπίμομφα. τίς δὲ πλὴν θεῶν
ἅπαντ' ἀπήμων τὸν δι' αἰῶνος χρόνον;
μόχθους γὰρ εἰ λέγοιμι καὶ δυσαυλίας,
σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους–τί δ' οὐ
στένοντες, οὐ λαχόντες ἤματος μέρος;
τὰ δ' αὖτε χέρσῳ• καὶ προσῆν πλέον στύγος•
εὐναὶ γὰρ ἦσαν δηΐων πρὸς τείχεσιν,
560 ἐξ οὐρανοῦ δὲ κἀπὸ γῆς λειμωνίας
† δρόσοι κατεψάκαζον, ἔμπεδον σίνος
ἐσθημάτων, τιθέντες ἔνθηρον τρίχα.
χειμῶνα δ' εἰ λέγοι τις οἰωνοκτόνον,
οἷον παρεῖχ' ἄφερτον Ἰδαία χιών,
ἢ θάλπος, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς
κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών–
τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ; παροίχεται πόνος•
παροίχεται δέ, τοῖσι μὲν τεθνηκόσιν
τὸ μήποτ' αὖθις μηδ' ἀναστῆναι μέλειν–
570 τί τοὺς ἀναλωθέντας ἐν ψήφῳ λέγειν,
τὸν ζῶντα δ' ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου;
καὶ πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ.
ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖσιν Ἀργείων στρατοῦ
νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ' οὐκ ἀντιρρέπει•
ὡς κομπάσαι τῷδ' εἰκὸς ἡλίου φάει
ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις•
‘Τροίαν ἑλόντες δήποτ' Ἀργείων στόλος
θεοῖς λάφυρα ταῦτα τοῖς καθ' Ἑλλάδα
δόμοις ἐπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος.’
580 τοιαῦτα χρὴ κλύοντας εὐλογεῖν πόλιν
καὶ τοὺς στρατηγούς• καὶ χάρις τιμήσεται
Διὸς τάδ' ἐκπράξασα. πάντ' ἔχεις λόγον.
Χο. νικώμενος λόγοισιν οὐκ ἀναίνομαι•
ἀεὶ γὰρ ἥβη τοῖς γέρουσιν εὐμαθεῖν.
δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμήστρᾳ μέλειν
εἰκὸς μάλιστα, σὺν δὲ πλουτίζειν ἐμέ.
Κλ. ἀνωλόλυξα μὲν πάλαι χαρᾶς ὕπο,
ὅτ' ἦλθ' ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός,
φράζων ἅλωσιν Ἰλίου τ' ἀνάστασιν.
590 καί τίς μ' ἐνίπτων εἶπε, ‘φρυκτωρῶν διὰ
πεισθεῖσα Τροίαν νῦν πεπορθῆσθαι δοκεῖς;
ἦ κάρτα πρὸς γυναικὸς αἴρεσθαι κέαρ.’
λόγοις τοιούτοις πλαγκτὸς οὖσ' ἐφαινόμην.
ὅμως δ' ἔθυον, καὶ γυναικείῳ νόμῳ
ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοθεν κατὰ πτόλιν
ἔλασκον εὐφημοῦντες ἐν θεῶν ἕδραις,
θυηφάγον κοιμῶντες εὐώδη φλόγα.
καὶ νῦν τὰ μάσσω μὲν τί δεῖ σέ μοι λέγειν;
ἄνακτος αὐτοῦ πάντα πεύσομαι λόγον.
600 ὅπως δ' ἄριστα τὸν ἐμὸν αἰδοῖον πόσιν
σπεύσω πάλιν μολόντα δέξασθαι–τί γὰρ
γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον δρακεῖν,
ἀπὸ στρατείας ἄνδρα σώσαντος θεοῦ
πύλας ἀνοῖξαι; –ταῦτ' ἀπάγγειλον πόσει•
ἥκειν ὅπως τάχιστ' ἐράσμιον πόλει•
γυναῖκα πιστὴν δ' ἐν δόμοις εὕροι μολὼν
οἵανπερ οὖν ἔλειπε, δωμάτων κύνα,
ἐσθλὴν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν,
καὶ τἄλλ' ὁμοίαν πάντα, σημαντήριον
610 οὐδὲν διαφθείρασαν ἐν μήκει χρόνου.
οὐδ' οἶδα τέρψιν οὐδ' ἐπίψογον φάτιν
ἄλλου πρὸς ἀνδρὸς μᾶλλον ἢ χαλκοῦ βαφάς.
τοιόσδ' ὁ κόμπος, τῆς ἀληθείας γέμων,
οὐκ αἰσχρὸς ὡς γυναικὶ γενναίᾳ λακεῖν.
Χο. αὕτη μὲν οὕτως εἶπε μανθάνοντί σοι
† τοροῖσιν ἑρμηνεῦσιν εὐπρεπῶς λόγον.
σὺ δ' εἰπέ, κῆρυξ, Μενέλεων δὲ πεύθομαι,
εἰ νόστιμός τε καὶ σεσῳμένος πάλιν
ἥξει σὺν ὑμῖν, τῆσδε γῆς φίλον κράτος.
620 Κη. οὐκ ἔσθ' ὅπως λέξαιμι τὰ ψευδῆ καλὰ
ἐς τὸν πολὺν φίλοισι καρποῦσθαι χρόνον.
Χο. πῶς δῆτ' ἂν εἰπὼν κεδνὰ τἀληθῆ τύχοις;
σχισθέντα δ' οὐκ εὔκρυπτα γίγνεται τάδε.
Κη. ἁνὴρ ἄφαντος ἐξ Ἀχαιικοῦ στρατοῦ,
αὐτός τε καὶ τὸ πλοῖον. οὐ ψευδῆ λέγω.
Χο. πότερον ἀναχθεὶς ἐμφανῶς ἐξ Ἰλίου,
ἢ χεῖμα, κοινὸν ἄχθος, ἥρπασε στρατοῦ;
Κη. ἔκυρσας ὥστε τοξότης ἄκρος σκοποῦ•
μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω.
630 Χο. πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος
φάτις πρὸς ἄλλων ναυτίλων ἐκλῄζετο;
Κη. οὐκ οἶδεν οὐδεὶς ὥστ' ἀπαγγεῖλαι τορῶς,
πλὴν τοῦ τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν.
Χο. πῶς γὰρ λέγεις χειμῶνα ναυτικῷ στρατῷ
ἐλθεῖν τελευτῆσαί τε δαιμόνων κότῳ;
Κη. εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ
γλώσσῃ μιαίνειν• χωρὶς ἡ τιμὴ θεῶν.
ὅταν δ' ἀπευκτὰ πήματ' ἄγγελος πόλει
στυγνῷ προσώπῳ πτωσίμου στρατοῦ φέρῃ,
640 πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον τυχεῖν,
πολλοὺς δὲ πολλῶν ἐξαγισθέντας δόμων
ἄνδρας διπλῇ μάστιγι, τὴν Ἄρης φιλεῖ,
δίλογχον ἄτην, φοινίαν ξυνωρίδα•
τοιῶνδε μέντοι πημάτων σεσαγμένον
πρέπει λέγειν παιᾶνα τόνδ' Ἐρινύων.
σωτηρίων δὲ πραγμάτων εὐάγγελον
ἥκοντα πρὸς χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν–
πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμείξω, λέγων
χειμῶν' Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτον θεοῖς;
650 ξυνώμοσαν γάρ, ὄντες ἔχθιστοι τὸ πρίν,
πῦρ καὶ θάλασσα, καὶ τὰ πίστ' ἐδειξάτην
φθείροντε τὸν δύστηνον Ἀργείων στρατόν•
ἐν νυκτὶ δυσκύμαντα δ' ὠρώρει κακά.
ναῦς γὰρ πρὸς ἀλλήλῃσι Θρῄκιαι πνοαὶ
ἤρεικον• αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ
χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ' ὀμβροκτύπῳ
ᾤχοντ' ἄφαντοι, ποιμένος κακοῦ στρόβῳ.
ἐπεὶ δ' ἀνῆλθε λαμπρὸν ἡλίου φάος,
ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς
660 ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ναυτικοῖς τ' ἐρειπίοις.
ἡμᾶς γε μὲν δὴ ναῦν τ' ἀκήρατον σκάφος
ἤτοι τις ἐξέκλεψεν ἢ 'ξῃτήσατο
θεός τις, οὐκ ἄνθρωπος, οἴακος θιγών.
τύχη δὲ σωτὴρ ναῦν θέλουσ' ἐφέζετο,
ὡς μήτ' ἐν ὅρμῳ κύματος ζάλην ἔχειν
μήτ' ἐξοκεῖλαι πρὸς κραταίλεων χθόνα.
ἔπειτα δ' Ἅιδην πόντιον πεφευγότες,
λευκὸν κατ' ἦμαρ, οὐ πεποιθότες τύχῃ,
ἐβουκολοῦμεν φροντίσιν νέον πάθος,
670 στρατοῦ καμόντος καὶ κακῶς σποδουμένου.
καὶ νῦν ἐκείνων εἴ τις ἐστὶν ἐμπνέων,
λέγουσιν ἡμᾶς ὡς ὀλωλότας, τί μήν;
ἡμεῖς τ' ἐκείνους ταὔτ' ἔχειν δοξάζομεν.
γένοιτο δ' ὡς ἄριστα. Μενέλεων γὰρ οὖν
. . . . . . .
πρῶτόν τε καὶ μάλιστα προσδόκα μέλειν•
εἰ δ' οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ
χλωρόν τε καὶ βλέποντα, μηχαναῖς Διὸς
οὔπω θέλοντος ἐξαναλῶσαι γένος,
ἐλπίς τις αὐτὸν πρὸς δόμους ἥξειν πάλιν.
680 τοσαῦτ' ἀκούσας ἴσθι τἀληθῆ κλυών.

Χο. τίς ποτ' ὠνόμαξεν ὧδ' [στρ. α.
ἐς τὸ πᾶν ἐτητύμως–
μή τις ὅντιν' οὐχ ὁρῶ-
μεν προνοί-
αισι τοῦ πεπρωμένου
γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων; –τὰν
δορίγαμβρον ἀμφινεικῆ
θ' Ἑλέναν; ἐπεὶ πρεπόντως
ἑλένας, ἕλανδρος, ἑλέ-
690 πτολις, ἐκ τῶν ἁβροπήνων
προκαλυμμάτων ἔπλευσε
Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ,
πολύανδροί
τε φεράσπιδες κυναγοὶ
κατ' ἴχνος πλατᾶν ἄφαντον
κελσάντων Σιμόεντος
ἀκτὰς ἐπ' ἀεξιφύλλους
δι' ἔριν αἱματόεσσαν.

Ἰλίῳ δὲ κῆδος ὀρθ- [ἀντ. α.
700 ώνυμον τελεσσίφρων
μῆνις ἤλασεν, τραπέ-
ζας ἀτί-
μωσιν ὑστέρῳ χρόνῳ
καὶ ξυνεστίου Διὸς πρασ-
σομένα τὸ νυμφότιμον
μέλος ἐκφάτως τίοντας,
ὑμέναιον, ὃς τότ' ἐπέρ-
ρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν.
μεταμανθάνουσα δ' ὕμνον
710 Πριάμου πόλις γεραιὰ
πολύθρηνον
μέγα που στένει κικλήσκουσ'
Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον,
παμπορθῆ πολύθρηνον
αἰῶν' ἀμφὶ πολιτᾶν
μέλεον αἷμ' ἀνατλᾶσα.

ἔθρεψεν δὲ λέοντος ἶ- [στρ. β.
νιν δόμοις ἀγάλακτον οὕ-
τως ἀνὴρ φιλόμαστον,
720 ἐν βιότου προτελείοις
ἅμερον, εὐφιλόπαιδα
καὶ γεραροῖς ἐπίχαρτον.
πολέα δ' ἔσκ' ἐν ἀγκάλαις
νεοτρόφου τέκνου δίκαν,
φαιδρωπὸς ποτὶ χεῖρα σαί-
νων τε γαστρὸς ἀνάγκαις.

χρονισθεὶς δ' ἀπέδειξεν ἦ- [ἀντ. β.
θος τὸ πρὸς τοκέων• χάριν
γὰρ τροφεῦσιν ἀμείβων
730 μηλοφόνοισι μάταισιν
δαῖτ' ἀκέλευστος ἔτευξεν,
αἵματι δ' οἶκος ἐφύρθη,
ἄμαχον ἄλγος οἰκέταις,
μέγα σίνος πολυκτόνον.
ἐκ θεοῦ δ' ἱερεύς τις ἄ-
τας δόμοις προσεθρέφθη.

πάραυτα δ' ἐλθεῖν ἐς Ἰλίου πόλιν [στρ. γ.
λέγοιμ' ἂν φρόνημα μὲν
740 νηνέμου γαλάνας,
ἀκασκαῖον <τ'> ἄγαλμα πλούτου,
μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος,
δηξίθυμον ἔρωτος ἄνθος.
παρακλίνασ' ἐπέκρανεν
δὲ γάμου πικρὰς τελευτάς,
δύσεδρος καὶ δυσόμιλος
συμένα Πριαμίδαισιν,
πομπᾷ Διὸς ξενίου,
νυμφόκλαυτος Ἐρινύς.

750 παλαίφατος δ' ἐν βροτοῖς γέρων λόγος [ἀντ. γ.
τέτυκται, μέγαν τελε-
σθέντα φωτὸς ὄλβον
τεκνοῦσθαι μηδ' ἄπαιδα θνῄσκειν,
ἐκ δ' ἀγαθᾶς τύχας γένει
βλαστάνειν ἀκόρεστον οἰζύν.
δίχα δ' ἄλλων μονόφρων εἰ-
μί. τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον
μετὰ μὲν πλείονα τίκτει,
760 σφετέρᾳ δ' εἰκότα γέννᾳ.
οἴκων γὰρ εὐθυδίκων
καλλίπαις πότμος ἀεί.

φιλεῖ δὲ τίκτειν Ὕβρις [στρ. δ.
μὲν παλαιὰ νεά-
ζουσαν ἐν κακοῖς βροτῶν
Ὕβριν τότ' ἢ τόθ', ὅτε τὸ κύριον μόλῃ
φάος τόκου, δαίμονά τ' ἔταν,
ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον,
Θράσος, μελαίνα μελάθροισιν Ἄτα,
770 εἰδομένα τοκεῦσιν.

Δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν [ἀντ. δ.
δυσκάπνοις δώμασιν,
τόν τ' ἐναίσιμον τίει [βίον].
τὰ χρυσόπαστα δ' ἔδεθλα σὺν πίνῳ χερῶν
παλιντρόποις ὄμμασι λιποῦσ',
ὅσια προσέβατο δύναμιν οὐ
780 σέβουσα πλούτου παράσημον αἴνῳ•
πᾶν δ' ἐπὶ τέρμα νωμᾷ.

– ἄγε, δή, βασιλεῦ, Τροίας πτολίπορθ',
Ἀτρέως γένεθλον,
πῶς σε προσείπω; πῶς σε σεβίξω
μήθ' ὑπεράρας μήθ' ὑποκάμψας
καιρὸν χάριτος;
πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι
προτίουσι δίκην παραβάντες.
790 τῷ δυσπραγοῦντί τ' ἐπιστενάχειν
πᾶς τις ἑτοῖμος• δῆγμα δὲ λύπης
οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται•
καὶ ξυγχαίρουσιν ὁμοιοπρεπεῖς,
ἀγέλαστα πρόσωπα βιαζόμενοι
. . . . . .
ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων,
οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός
† τὰ δοκοῦντ' εὔφρονος ἐκ διανοίας
ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι.
σὺ δέ μοι τότε μὲν στέλλων στρατιὰν
800 Ἑλένης ἕνεκ', οὐ γάρ <σ'> ἐπικεύσω,
κάρτ' ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος,
οὐδ' εὖ πραπίδων οἴακα νέμων,
θάρσος ἑκούσιον
ἀνδράσι θνῄσκουσι κομίζων.
νῦν δ' οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενὸς οὐδ' ἀφίλως
εὔφρων πόνος εὖ τελέσασιν.
γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος
τόν τε δικαίως καὶ τὸν ἀκαίρως
πόλιν οἰκουροῦντα πολιτῶν.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
810 πρῶτον μὲν Ἄργος καὶ θεοὺς ἐγχωρίους
δίκη προσειπεῖν, τοὺς ἐμοὶ μεταιτίους
νόστου δικαίων θ' ὧν ἐπραξάμην πόλιν
Πριάμου• δίκας γὰρ οὐκ ἀπὸ γλώσσης θεοὶ
κλυόντες ἀνδροθνῆτας Ἰλιοφθόρους
εἰς αἱματηρὸν τεῦχος οὐ διχορρόπως
ψήφους ἔθεντο• τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει
ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ.
καπνῷ δ' ἁλοῦσα νῦν ἔτ' εὔσημος πόλις.
ἄτης θύελλαι ζῶσι• συνθνῄσκουσα δὲ
820 σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς.
τούτων θεοῖσι χρὴ πολύμνηστον χάριν
τίνειν, ἐπείπερ χἀρπαγὰς ὑπερκόπους
ἐπραξάμεσθα καὶ γυναικὸς οὕνεκα
πόλιν διημάθυνεν Ἀργεῖον δάκος,
ἵππου νεοσσός, ἀσπιδηφόρος λεώς,
πήδημ' ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων δύσιν•
ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων
ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ.
θεοῖς μὲν ἐξέτεινα φροίμιον τόδε•
830 τὰ δ' ἐς τὸ σὸν φρόνημα, μέμνημαι κλυών,
καὶ φημὶ ταὐτὰ καὶ συνήγορόν μ' ἔχεις.
παύροις γὰρ ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς τόδε,
φίλον τὸν εὐτυχοῦντ' ἄνευ φθόνων σέβειν.
δύσφρων γὰρ ἰὸς καρδίαν προσήμενος
ἄχθος διπλοίζει τῷ πεπαμένῳ νόσον•
τοῖς τ' αὐτὸς αὑτοῦ πήμασιν βαρύνεται
καὶ τὸν θυραῖον ὄλβον εἰσορῶν στένει.
εἰδὼς λέγοιμ' ἄν• εὖ γὰρ ἐξεπίσταμαι
ὁμιλίας κάτοπτρον, εἴδωλον σκιᾶς,
840 δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς ἐμοί.
μόνος δ' Ὀδυσσεύς, ὅσπερ οὐχ ἑκὼν ἔπλει,
ζευχθεὶς ἑτοῖμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος,
εἴτ' οὖν θανόντος εἴτε καὶ ζῶντος πέρι
λέγω. τὰ δ' ἄλλα πρὸς πόλιν τε καὶ θεοὺς
κοινοὺς ἀγῶνας θέντες ἐν πανηγύρει
βουλευσόμεσθα. καὶ τὸ μὲν καλῶς ἔχον
ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ βουλευτέον•
ὅτῳ δὲ καὶ δεῖ φαρμάκων παιωνίων,
ἤτοι κέαντες ἢ τεμόντες εὐφρόνως
850 πειρασόμεσθα πῆμ' ἀποστρέψαι νόσου.
νῦν δ' ἐς μέλαθρα καὶ δόμους ἐφεστίους
ἐλθὼν θεοῖσι πρῶτα δεξιώσομαι,
οἵπερ πρόσω πέμψαντες ἤγαγον πάλιν.
νίκη δ' ἐπείπερ ἕσπετ' ἐμπέδως μένοι.
Κλ. ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων τόδε,
οὐκ αἰσχυνοῦμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους
λέξαι πρὸς ὑμᾶς• ἐν χρόνῳ δ' ἀποφθίνει
τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν. οὐκ ἄλλων πάρα
μαθοῦσ', ἐμαυτῆς δύσφορον λέξω βίον
860 τοσόνδ' ὅσονπερ οὗτος ἦν ὑπ' Ἰλίῳ.
τὸ μὲν γυναῖκα πρῶτον ἄρσενος δίχα
ἧσθαι δόμοις ἔρημον ἔκπαγλον κακόν,
πολλὰς κλύουσαν κληδόνας παλιγκότους•
καὶ τὸν μὲν ἥκειν, τὸν δ' ἐπεσφέρειν κακοῦ
κάκιον ἄλλο, πῆμα λάσκοντας δόμοις.
καὶ τραυμάτων μὲν εἰ τόσων ἐτύγχανεν
ἀνὴρ ὅδ', ὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο
φάτις, τέτρηται δικτύου πλέω λέγειν.
εἰ δ' ἦν τεθνηκώς, ὡς ἐπλήθυον λόγοι,
870 τρισώματός τἄν, Γηρυὼν ὁ δεύτερος,
[πολλὴν ἄνωθεν, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω,]
χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβεῖν,
ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι.
τοιῶνδ' ἕκατι κληδόνων παλιγκότων
πολλὰς ἄνωθεν ἀρτάνας ἐμῆς δέρης
ἔλυσαν ἄλλοι πρὸς βίαν λελημμένης.
ἐκ τῶνδέ τοι παῖς ἐνθάδ' οὐ παραστατεῖ,
ἐμῶν τε καὶ σῶν κύριος πιστωμάτων,
ὡς χρῆν, Ὀρέστης• μηδὲ θαυμάσῃς τόδε.
880 τρέφει γὰρ αὐτὸν εὐμενὴς δορύξενος
Στροφίος ὁ Φωκεύς, ἀμφίλεκτα πήματα
ἐμοὶ προφωνῶν, τόν θ' ὑπ' Ἰλίῳ σέθεν
κίνδυνον, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία
βουλὴν καταρρίψειεν, ὥς τε σύγγονον
βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι πλέον.
τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον φέρει.
ἔμοιγε μὲν δὴ κλαυμάτων ἐπίσσυτοι
πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι σταγών.
ἐν ὀψικοίτοις δ' ὄμμασιν βλάβας ἔχω
890 τὰς ἀμφί σοι κλαίουσα λαμπτηρουχίας
ἀτημελήτους αἰέν. ἐν δ' ὀνείρασιν
λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην
ῥιπαῖσι θωύσσοντος, ἀμφί σοι πάθη
ὁρῶσα πλείω τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου.
νῦν ταῦτα πάντα τλᾶσ', ἀπενθήτῳ φρενὶ
λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταθμῶν κύνα,
σωτῆρα ναὸς πρότονον, ὑψηλῆς στέγης
στῦλον ποδήρη, μονογενὲς τέκνον πατρί,
καὶ γῆν φανεῖσαν ναυτίλοις παρ' ἐλπίδα,
900 κάλλιστον ἦμαρ εἰσιδεῖν ἐκ χείματος,
ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος.
τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν.
τοιοῖσδέ τοί νιν ἀξιῶ προσφθέγμασιν.
φθόνος δ' ἀπέστω. πολλὰ γὰρ τὰ πρὶν κακὰ
ἠνειχόμεσθα. νῦν δέ μοι, φίλον κάρα,
ἔκβαιν' ἀπήνης τῆσδε, μὴ χαμαὶ τιθεὶς
τὸν σὸν πόδ', ὦναξ, Ἰλίου πορθήτορα.
δμῳαί, τί μέλλεθ', αἷς ἐπέσταλται τέλος
πέδον κελεύθου στορνύναι πετάσμασιν;
910 εὐθὺς γενέσθω πορφυρόστρωτος πόρος
ἐς δῶμ' ἄελπτον ὡς ἂν ἡγῆται Δίκη.
τὰ δ' ἄλλα φροντὶς οὐχ ὕπνῳ νικωμένη
θήσει–δικαίως σὺν θεοῖς εἱμαρμένα.
Αγ. Λήδας γένεθλον, δωμάτων ἐμῶν φύλαξ,
ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας εἰκότως ἐμῇ•
μακρὰν γὰρ ἐξέτεινας• ἀλλ' ἐναισίμως
αἰνεῖν, παρ' ἄλλων χρὴ τόδ' ἔρχεσθαι γέρας.
καὶ τἄλλα μὴ γυναικὸς ἐν τρόποις ἐμὲ
ἅβρυνε, μηδὲ βαρβάρου φωτὸς δίκην
920 χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί,
μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον
τίθει• θεούς τοι τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεών•
ἐν ποικίλοις δὲ θνητὸν ὄντα κάλλεσιν
βαίνειν ἐμοὶ μὲν οὐδαμῶς ἄνευ φόβου.
λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ.
χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων
κληδὼν ἀυτεῖ• καὶ τὸ μὴ κακῶς φρονεῖν
θεοῦ μέγιστον δῶρον. ὀλβίσαι δὲ χρὴ
βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ.
930 εἰ πάντα δ' ὣς πράσσοιμ' ἄν, εὐθαρσὴς ἐγώ.
Κλ. καὶ μὴν τόδ' εἰπὲ μὴ παρὰ γνώμην ἐμοί.
Αγ. γνώμην μὲν ἴσθι μὴ διαφθεροῦντ' ἐμέ.
Κλ. ηὔξω θεοῖς δείσας ἂν ὧδ' ἔρδειν τάδε;
Αγ. εἴπερ τις, εἰδώς γ' εὖ τόδ' ἐξεῖπον τέλος.
Κλ. τί δ' ἂν δοκεῖ σοι Πρίαμος, εἰ τάδ' ἤνυσεν;
Αγ. ἐν ποικίλοις ἂν κάρτα μοι βῆναι δοκεῖ.
Κλ. μή νυν τὸν ἀνθρώπειον αἰδεσθῇς ψόγον.
Αγ. φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει.
Κλ. ὁ δ' ἀφθόνητός γ' οὐκ ἐπίζηλος πέλει.
940 Αγ. οὔτοι γυναικός ἐστιν ἱμείρειν μάχης.
Κλ. τοῖς δ' ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσθαι πρέπει.
Αγ. ἦ καὶ σὺ νίκην τήνδε δήριος τίεις;
Κλ. πιθοῦ• κρατεῖς μέντοι παρεὶς ἑκὼν ἐμοί.
Αγ. ἀλλ' εἰ δοκεῖ σοι ταῦθ', ὑπαί τις ἀρβύλας
λύοι τάχος, πρόδουλον ἔμβασιν ποδός.
καὶ τοῖσδέ μ' ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν θεῶν
μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος.
πολλὴ γὰρ αἰδὼς δωματοφθορεῖν ποσὶν
φύροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ' ὑφάς.
950 τούτων μὲν οὕτω• τὴν ξένην δὲ πρευμενῶς
τήνδ' ἐσκόμιζε• τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς
θεὸς πρόσωθεν εὐμενῶς προσδέρκεται.
ἑκὼν γὰρ οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ.
αὕτη δὲ πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον
ἄνθος, στρατοῦ δώρημ', ἐμοὶ ξυνέσπετο.
ἐπεὶ δ' ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι τάδε,
εἶμ' ἐς δόμων μέλαθρα πορφύρας πατῶν.
Κλ. ἔστιν θάλασσα–τίς δέ νιν κατασβέσει; –
τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον
960 κηκῖδα παγκαίνιστον, εἱμάτων βαφάς.
οἶκος δ' ὑπάρχει τῶνδε σὺν θεοῖς, ἄναξ,
ἔχειν• πένεσθαι δ' οὐκ ἐπίσταται δόμος.
πολλῶν πατησμὸν δ' εἱμάτων ἂν ηὐξάμην,
δόμοισι προυνεχθέντος ἐν χρηστηρίοις,
ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε μηχανωμένη.
ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ' ἐς δόμους,
σκιὰν ὑπερτείνασα σειρίου κυνός.
καὶ σοῦ μολόντος δωματῖτιν ἑστίαν,
θάλπος μὲν ἐν χειμῶνι σημαίνει μολόν•
970 ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς
οἶνον, τότ' ἤδη ψῦχος ἐν δόμοις πέλει,
ἀνδρὸς τελείου δῶμ' ἐπιστρωφωμένου.
Ζεῦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει•
μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ ἂν μέλλῃς τελεῖν.

Χο. τίπτε μοι τόδ' ἐμπέδως [στρ. α.
δεῖμα προστατήριον
καρδίας τερασκόπου
πωτᾶται,
μαντιπολεῖ δ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά,
980 οὐδ' ἀποπτύσαι δίκαν
δυσκρίτων ὀνειράτων
θάρσος εὐπειθὲς ἵ-
ζει φρενὸς φίλον θρόνον;
χρόνος δ' † ἐπεὶ
πρυμνησίων ξυνεμβολαῖς
ψαμμίας ἀκάτα † παρή-
βησεν, εὖθ' ὑπ' Ἴλιον
ὦρτο ναυβάτας στρατός.

πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων [ἀντ. α.
νόστον, αὐτόμαρτυς ὤν•
990 τὸν δ' ἄνευ λύρας ὅμως
ὑμνῳδεῖ
θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν
θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων
ἐλπίδος φίλον θράσος.
σπλάγχνα δ' οὔτοι ματᾴ-
ζει, πρὸς ἐνδίκοις φρεσὶν
τελεσφόροις
δίναις κυκλούμενον κέαρ.
εὔχομαι δ' ἐξ ἐμᾶς
ἐλπίδος ψύθη πεσεῖν
1000 ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον.

μάλα † γάρ τοι τᾶς πολλᾶς † [στρ. β.
ὑγιείας ἀκόρεστον
τέρμα. νόσος γὰρ
γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει,
καὶ πότμος εὐθυπορῶν
. . . . .
ἀνδρὸς ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα.
καὶ πρὸ μέν τι χρημάτων
κτησίων ὄκνος βαλὼν
1010 σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου–
οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος
πλησμονᾶς γέμων ἄγαν,
οὐδ' ἐπόντισε σκάφος.
πολλά τοι δόσις ἐκ Διὸς ἀμφιλα-
φής τε καὶ ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν
νῆστιν ὤλεσεν νόσον,

τὸ δ' ἐπὶ γᾶν πεσὸν ἅπαξ [ἀντ. β.
1020 θανάσιμον πρόπαρ ἀνδρὸς
μέλαν αἷμα τίς ἂν
πάλιν ἀγκαλέσαιτ' ἐπαείδων;
οὐδὲ τὸν ὀρθοδαῆ
τῶν φθιμένων ἀνάγειν
Ζεὺς ἀπέπαυσεν ἐπ' ἀβλαβείᾳ.
εἰ δὲ μὴ τεταγμένα
μοῖρα μοῖραν ἐκ θεῶν
εἶργε μὴ πλέον φέρειν,
προφθάσασα καρδία
γλῶσσαν ἂν τάδ' ἐξέχει.
1030 νῦν δ' ὑπὸ σκότῳ βρέμει
θυμαλγής τε καὶ οὐδὲν ἐπελπομέ-
να ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν
ζωπυρουμένας φρενός.

Κλ. εἴσω κομίζου καὶ σύ, Κασσάνδραν λέγω•
ἐπεί σ' ἔθηκε Ζεὺς ἀμηνίτως δόμοις
κοινωνὸν εἶναι χερνίβων, πολλῶν μέτα
δούλων σταθεῖσαν κτησίου βωμοῦ πέλας,
ἔκβαιν' ἀπήνης τῆσδε, μηδ' ὑπερφρόνει.
1040 καὶ παῖδα γάρ τοι φασὶν Ἀλκμήνης ποτε
πραθέντα τλῆναι, † δουλίας μάζης βίᾳ.
εἰ δ' οὖν ἀνάγκη τῆσδ' ἐπιρρέποι τύχης,
ἀρχαιοπλούτων δεσποτῶν πολλὴ χάρις.
οἳ δ' οὔποτ' ἐλπίσαντες ἤμησαν καλῶς,
ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ πέρα σταθμῶν.
ἔχεις παρ' ἡμῶν οἷάπερ νομίζεται.
Χο. σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον.
ἐντὸς δ' ἁλοῦσα μορσίμων ἀγρευμάτων
πείθοι' ἄν, εἰ πείθοι'• ἀπειθοίης δ' ἴσως.
1050 Κλ. ἀλλ' εἴπερ ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην
ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη,
ἔσω φρενῶν λέγουσα πείθω νιν λόγῳ.
Χο. ἕπου. τὰ λῷστα τῶν παρεστώτων λέγει.
πείθου λιποῦσα τόνδ' ἁμαξήρη θρόνον.
Κλ. οὔτοι θυραίᾳ τῇδ' ἐμοὶ σχολὴ πάρα
τρίβειν• τὰ μὲν γὰρ ἑστίας μεσομφάλου
ἕστηκεν ἤδη μῆλα πρὸς σφαγὰς πάρος.
[ὡς οὔποτ' ἐλπίσασι τήνδ' ἕξειν χάριν.]
σὺ δ' εἴ τι δράσεις τῶνδε, μὴ σχολὴν τίθει.
1060 εἰ δ' ἀξυνήμων οὖσα μὴ δέχῃ λόγον–
σὺ δ' ἀντὶ φωνῆς φράζε καρβάνῳ χερί.
Χο. ἑρμηνέως ἔοικεν ἡ ξένη τοροῦ
δεῖσθαι. τρόπος δὲ θηρὸς ὡς νεαιρέτου.
Κλ. ἦ μαίνεταί γε καὶ κακῶν κλύει φρενῶν,
ἥτις λιποῦσα μὲν πόλιν νεαίρετον
ἥκει, χαλινὸν δ' οὐκ ἐπίσταται φέρειν
πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος.
οὐ μὴν πλέω ῥίψασ' ἀτιμασθήσομαι.
Χο. ἐγὼ δ', ἐποικτίρω γάρ, οὐ θυμώσομαι.
1070 ἴθ', ὦ τάλαινα, τόνδ' ἐρημώσασ' ὄχον,
εἴκουσ' ἀνάγκῃ τῇδε καίνισον ζυγόν.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ. [στρ. α.
ὦπολλον ὦπολλον.
Χο. τί ταῦτ' ἀνωτότυξας ἀμφὶ Λοξίου;
οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν.

Κα. ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ. [ἀντ. α.
ὦπολλον ὦπολλον.
Χο. ἥδ' αὖτε δυσφημοῦσα τὸν θεὸν καλεῖ
οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν.

1080 Κα. Ἄπολλον• Ἄπολλον• [στρ. β.
ἀγυιᾶτ', ἀπόλλων ἐμός.
ἀπώλεσας γὰρ οὐ μόλις τὸ δεύτερον.
Χο. χρήσειν ἔοικεν ἀμφὶ τῶν αὑτῆς κακῶν.
μένει τὸ θεῖον δουλίᾳ περ ἐν φρενί.
Κα. Ἄπολλον• Ἄπολλον• [ἀντ. β.
ἀγυιᾶτ', ἀπόλλων ἐμός.
ἆ ποῖ ποτ' ἤγαγές με; πρὸς ποίαν στέγην;
Χο. πρὸς τὴν Ἀτρειδῶν• εἰ σὺ μὴ τόδ' ἐννοεῖς,
ἐγὼ λέγω σοι• καὶ τάδ' οὐκ ἐρεῖς ψύθη.

1090 Κα. μισόθεον μὲν οὖν• πολλὰ συνίστορα, [στρ. γ.
αὐτόφονα, † κακὰ καρτάναι †
ἀνδρὸς σφαγεῖον καὶ πέδον ῥαντήριον.
Χο. ἔοικεν εὔρις ἡ ξένη κυνὸς δίκην
εἶναι, ματεύει δ' ὧν ἀνευρήσει φόνον.

Κα. μαρτυρίοισι γὰρ τοῖσδ' ἐπιπείθομαι• [ἀντ. γ.
κλαιόμενα τάδε βρέφη σφαγὰς
ὀπτάς τε σάρκας πρὸς πατρὸς βεβρωμένας.
Χο. † ἦ μὴν κλέος σοῦ μαντικὸν πεπυσμένοι
ἦμεν• προφήτας δ' οὔτινας ματεύομεν.

1100 Κα. ἰὼ πόποι, τί ποτε μήδεται; [στρ. δ.
τί τόδε νέον ἄχος μέγα;
μέγ' ἐν δόμοισι τοῖσδε μήδεται κακόν,
ἄφερτον φίλοισιν, δυσίατον• ἀλκὰ δ'
ἑκὰς ἀποστατεῖ.
Χο. τούτων ἄιδρίς εἰμι τῶν μαντευμάτων.
ἐκεῖνα δ' ἔγνων• πᾶσα γὰρ πόλις βοᾷ.

Κα. ἰὼ τάλαινα, τόδε γὰρ τελεῖς; [ἀντ. δ.
τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν
λουτροῖσι φαιδρύνασα–πῶς φράσω τέλος;
1110 τάχος γὰρ τόδ' ἔσται• προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ
χερὸς ὀρεγομένα.
Χο. οὔπω ξυνῆκα• νῦν γὰρ ἐξ αἰνιγμάτων
ἐπαργέμοισι θεσφάτοις ἀμηχανῶ.

Κα. ἒ ἔ, παπαῖ παπαῖ, τί τόδε φαίνεται; [στρ. ε.
ἦ δίκτυόν τί γ' Ἅιδου.
ἀλλ' ἄρκυς ἡ ξύνευνος, ἡ ξυναιτία
φόνου. στάσις δ' ἀκόρετος γένει
κατολολυξάτω θύματος λευσίμου.
Χο. ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλῃ
1120 ἐπορθιάζειν; οὔ με φαιδρύνει λόγος.
ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κροκοβαφὴς
σταγών, ἅτε καὶ δορὶ πτωσίμοις
ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς.
ταχεῖα δ' ἄτα πέλει.

Κα. ἆ ἆ, ἰδοὺ ἰδού• ἄπεχε τῆς βοὸς [ἀντ. ε.
τὸν ταῦρον• ἐν πέπλοισιν
μελαγκέρῳ λαβοῦσα μηχανήματι
τύπτει• πίτνει δ' <ἐν> ἐνύδρῳ τεύχει.
δολοφόνου λέβητος τύχαν σοι λέγω.
1130 Χο. οὐ κομπάσαιμ' ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος
εἶναι, κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε.
ἀπὸ δὲ θεσφάτων τίς ἀγαθὰ φάτις
βροτοῖς τέλλεται; κακῶν γὰρ διαὶ
πολυεπεῖς τέχναι θεσπιῳδοὶ
φόβον φέρουσιν μαθεῖν.

Κα. ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι τύχαι• [στρ. ζ.
τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα.
ποῖ δή με δεῦρο τὴν τάλαιναν ἤγαγες;
οὐδέν ποτ' εἰ μὴ ξυνθανουμένην. τί γάρ;
1140 Χο. φρενομανής τις εἶ θεοφόρητος, ἀμ-
φὶ δ' αὑτᾶς θροεῖς
νόμον ἄνομον, οἷά τις ξουθὰ
ἀκόρετος βοᾶς, φεῦ, φιλοίκτοις φρεσὶν
Ἴτυν Ἴτυν στένουσ' ἀμφιθαλῆ κακοῖς
ἀηδὼν βίον.

Κα. ἰὼ ἰὼ λιγείας μόρον ἀηδόνος• [ἀντ. ζ.
πτεροφόρον γάρ οἱ περὶ δέμας βάλοντο
θεοὶ γλυκύν τ' ἀγῶνα κλαυμάτων ἄτερ•
ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί.
1150 Χο. πόθεν ἐπισσύτους θεοφόρους [τ'] ἔχεις
ματαίους δύας;
τὰ δ' ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ
μελοτυπεῖς ὁμοῦ τ' ὀρθίοις ἐν νόμοις.
πόθεν ὅρους ἔχεις θεσπεσίας ὁδοῦ
κακορρήμονας;

Κα. ἰὼ γάμοι, γάμοι Πάριδος, [στρ. η.
ὀλέθριοι φίλων.
ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον ποτόν.
τότε μὲν ἀμφὶ σὰς ἀιόνας τάλαιν'
ἠνυτόμαν τροφαῖς•
1160 νῦν δ' ἀμφὶ Κωκυτόν τε κἀχερουσίους
ὄχθους ἔοικα θεσπιῳδήσειν τάχα.
Χο. τί τόδε τορὸν ἄγαν ἔπος ἐφημίσω;
νεογνὸς ἂν ἀΐων μάθοι.
πέπληγμαι δ' ὑπ' αὖ δήγματι φοινίῳ
δυσαλγεῖ τύχᾳ μινυρὰ θρεομένας,
θραύματ' ἐμοὶ κλύειν.

Κα. ἰὼ πόνοι πόνοι πόλεος [ἀντ. η.
ὀλομένας τὸ πᾶν.
ἰὼ πρόπυργοι θυσίαι πατρὸς
πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων• ἄκος δ'
1170 οὐδὲν ἐπήρκεσαν
τὸ μὴ πόλιν μὲν ὥσπερ οὖν ἐχρῆν παθεῖν,
ἐγὼ δὲ θερμόνους τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ.
Χο. ἑπόμενα προτέροισι τάδ' ἐφημίσω.
καί τίς σε κακοφρονῶν τίθη-
σι δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπίτνων
μελίζειν πάθη γοερὰ θανατοφόρα.
τέρμα δ' ἀμηχανῶ.

Κα. καὶ μὴν ὁ χρησμὸς οὐκέτ' ἐκ καλυμμάτων
ἔσται δεδορκὼς νεογάμου νύμφης δίκην•
1180 λαμπρὸς δ' ἔοικεν ἡλίου πρὸς ἀντολὰς
πνέων ἐσᾴξειν, ὥστε κύματος δίκην
κλύζειν πρὸς αὐγάς, τοῦδε πήματος πολὺ
μεῖζον• φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων.
καὶ μαρτυρεῖτε συνδρόμως ἴχνος κακῶν
ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων.
τὴν γὰρ στέγην τήνδ' οὔποτ' ἐκλείπει χορὸς
σύμφθογγος οὐκ εὔφωνος• οὐ γὰρ εὖ λέγει.
καὶ μὴν πεπωκώς γ', ὡς θρασύνεσθαι πλέον,
βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει,
1190 δύσπεμπτος ἔξω, συγγόνων Ἐρινύων.
ὑμνοῦσι δ' ὕμνον δώμασιν προσήμεναι
πρώταρχον ἄτης• ἐν μέρει δ' ἀπέπτυσαν
εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι δυσμενεῖς.
ἥμαρτον, ἢ κυρῶ τι τοξότης τις ὥς;
ἢ ψευδόμαντίς εἰμι θυροκόπος φλέδων;
ἐκμαρτύρησον προυμόσας τό μ' εἰδέναι
λόγῳ παλαιὰς τῶνδ' ἁμαρτίας δόμων.
Χο. καὶ πῶς ἂν ὅρκου πῆγμα, γενναίως παγέν,
παιώνιον γένοιτο; θαυμάζω δέ σου,
1200 πόντου πέραν τραφεῖσαν ἀλλόθρουν πόλιν
κυρεῖν λέγουσαν, ὥσπερ εἰ παρεστάτεις.
Κα. μάντις μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει.
Χο. μῶν καὶ θεός περ ἱμέρῳ πεπληγμένος;
Κα. προτοῦ μὲν αἰδὼς ἦν ἐμοὶ λέγειν τάδε.
Χο. ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ πράσσων πλέον.
Κα. ἀλλ' ἦν παλαιστὴς κάρτ' ἐμοὶ πνέων χάριν.
Χο. ἦ καὶ τέκνων εἰς ἔργον ἤλθετον νόμῳ;
Κα. ξυναινέσασα Λοξίαν ἐψευσάμην.
Χο. ἤδη τέχναισιν ἐνθέοις ᾑρημένη;
1210 Κα. ἤδη πολίταις πάντ' ἐθέσπιζον πάθη.
Χο. πῶς δῆτ' ἄνατος ἦσθα Λοξίου κότῳ;
Κα. ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν, ὡς τάδ' ἤμπλακον.
Χο. ἡμῖν γε μὲν δὴ πιστὰ θεσπίζειν δοκεῖς.
Κα. ἰοὺ ἰού, ὢ ὢ κακά.
ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος
στροβεῖ ταράσσων φροιμίοις .....
ὁρᾶτε τούσδε τοὺς δόμοις ἐφημένους
νέους, ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν;
παῖδες θανόντες ὡσπερεὶ πρὸς τῶν φίλων,
1220 χεῖρας κρεῶν πλήθοντες οἰκείας βορᾶς•
σὺν ἐντέροις τε σπλάγχν', ἐποίκτιστον γέμος,
πρέπουσ' ἔχοντες, ὧν πατὴρ ἐγεύσατο.
ἐκ τῶνδε ποινάς φημι βουλεύειν τινά,
λέοντ' ἄναλκιν, ἐν λέχει στρωφώμενον
οἰκουρόν, οἴμοι, τῷ μολόντι δεσπότῃ–
ἐμῷ• φέρειν γὰρ χρὴ τὸ δούλιον ζυγόν•
νεῶν τ' ἄπαρχος Ἰλίου τ' ἀναστάτης
οὐκ οἶδεν οἵα γλῶσσα, μισητῆς κυνὸς
λείξασα κἀκτείνασα φαιδρὸν οὖς δίκην,
1230 ἄτης λαθραίου τεύξεται κακῇ τύχῃ.
τοιάδε τόλμα• θῆλυς ἄρσενος φονεύς•
ἔστιν–τί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος
τύχοιμ' ἄν; ἀμφίσβαιναν, ἢ Σκύλλαν τινὰ
οἰκοῦσαν ἐν πέτραισι, ναυτίλων βλάβην,
† θύουσαν Ἅιδου μητέρ' † ἄσπονδόν τ' Ἄρη
φίλοις πνέουσαν; ὡς δ' ἐπωλολύξατο
ἡ παντότολμος, ὥσπερ ἐν μάχης τροπῇ.
δοκεῖ δὲ χαίρειν νοστίμῳ σωτηρίᾳ.
καὶ τῶνδ' ὅμοιον εἴ τι μὴ πείθω• τί γάρ;
1240 τὸ μέλλον ἥξει. καὶ σύ μ' ἐν τάχει παρὼν
ἄγαν γ' ἀληθόμαντιν οἰκτίρας ἐρεῖς.
Χο. τὴν μὲν Θυέστου δαῖτα παιδείων κρεῶν
ξυνῆκα καὶ πέφρικα, καὶ φόβος μ' ἔχει
κλύοντ' ἀληθῶς οὐδὲν ἐξῃκασμένα.
τὰ δ' ἄλλ' ἀκούσας ἐκ δρόμου πεσὼν τρέχω.
Κα. Ἀγαμέμνονός σέ φημ' ἐπόψεσθαι μόρον.
Χο. εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα.
Κα. ἀλλ' οὔτι παιὼν τῷδ' ἐπιστατεῖ λόγῳ.
Χο. οὔκ, εἴπερ ἔσται γ'• ἀλλὰ μὴ γένοιτό πως.
1250 Κα. σὺ μὲν κατεύχῃ, τοῖς δ' ἀποκτείνειν μέλει.
Χο. τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ' ἄχος πορσύνεται;
Κα. ἦ κάρτα χρησμῶν παρεκόπης ἐμῶν ἄρα.
Χο. τοῦ γὰρ τελοῦντος οὐ ξυνῆκα μηχανήν.
Κα. καὶ μὴν ἄγαν γ' Ἕλλην' ἐπίσταμαι φάτιν.
Χο. καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα• δυσμαθῆ δ' ὅμως.
Κα. παπαῖ, οἷον τὸ πῦρ• ἐπέρχεται δέ μοι.
ὀτοτοῖ, Λύκει' Ἄπολλον, οἲ ἐγὼ ἐγώ.
αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη
λύκῳ, λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ,
1260 κτενεῖ με τὴν τάλαιναν• ὡς δὲ φάρμακον
τεύχουσα κἀμοῦ μισθὸν ἐνθήσει ποτῷ•
ἐπεύχεται, θήγουσα φωτὶ φάσγανον,
ἐμῆς ἀγωγῆς ἀντιτείσεσθαι φόνον.
τί δῆτ' ἐμαυτῆς καταγέλωτ' ἔχω τάδε,
καὶ σκῆπτρα καὶ μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη;
σὲ μὲν πρὸ μοίρας τῆς ἐμῆς διαφθερῶ.
ἴτ' ἐς φθόρον• πεσόντα γ' ὧδ' ἀμείβομαι.
ἄλλην τιν' Ἄτην ἀντ' ἐμοῦ πλουτίζετε.
ἰδοὺ δ', Ἀπόλλων αὐτὸς ἐκδύων ἐμὲ
1270 χρηστηρίαν ἐσθῆτ', ἐποπτεύσας δέ με
κἀν τοῖσδε κόσμοις καταγελωμένην † μετὰ
φίλων ὑπ' ἐχθρῶν οὐ διχορρόπως μάτην.
κακουμένη δέ, φοιτὰς ὡς ἀγύρτρια,
πτωχὸς τάλαινα λιμοθνὴς ἠνεσχόμην•
καὶ νῦν ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμὲ
ἀπήγαγ' ἐς τοιάσδε θανασίμους τύχας.
βωμοῦ πατρῴου δ' ἀντ' ἐπίξηνον μένει,
θερμῷ κοπείσης φοίνιον προσφάγματι.
οὐ μὴν ἄτιμοί γ' ἐκ θεῶν τεθνήξομεν.
1280 ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος,
μητροκτόνον φίτυμα, ποινάτωρ πατρός•
φυγὰς δ' ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος
κάτεισιν, ἄτας τάσδε θριγκώσων φίλοις•
ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας,
ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός.
τί δῆτ' ἐγὼ κάτοικτος ὧδ' ἀναστένω;
ἐπεὶ τὸ πρῶτον εἶδον Ἰλίου πόλιν
πράξασαν ὡς ἔπραξεν, οἳ δ' εἷλον πόλιν
οὕτως ἀπαλλάσσουσιν ἐν θεῶν κρίσει.
1290 ἰοῦσα πράξω• τλήσομαι τὸ κατθανεῖν.
Ἅιδου πύλας δὲ τάσδ' ἐγὼ προσεννέπω•
ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν,
ὡς ἀσφάδᾳστος, αἱμάτων εὐθνησίμων
ἀπορρυέντων, ὄμμα συμβάλω τόδε.
Χο. ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ' αὖ σοφὴ
γύναι, μακρὰν ἔτεινας. εἰ δ' ἐτητύμως
μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα, πῶς θεηλάτου
βοὸς δίκην πρὸς βωμὸν εὐτόλμως πατεῖς;
Κα. οὐκ ἔστ' ἄλυξις, οὔ, ξένοι, † χρόνῳ πλέῳ.
1300 Χο. ὁ δ' ὕστατός γε τοῦ χρόνου πρεσβεύεται.
Κα. ἥκει τόδ' ἦμαρ• σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ.
Χο. ἀλλ' ἴσθι τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου φρενός.
Κα. οὐδεὶς ἀκούει ταῦτα τῶν εὐδαιμόνων.
Χο. ἀλλ' εὐκλεῶς τοι κατθανεῖν χάρις βροτῷ.
Κα. ἰὼ πάτερ σοῦ σῶν τε γενναίων τέκνων.
Χο. τί δ' ἐστὶ χρῆμα; τίς σ' ἀποστρέφει φόβος;
Κα. φεῦ φεῦ.
Χο. τί τοῦτ' ἔφευξας; εἴ τι μὴ φρενῶν στύγος.
Κα. φόνον δόμοι πνέουσιν αἱματοσταγῆ.
1310 Χο. καὶ πῶς; τόδ' ὄζει θυμάτων ἐφεστίων.
Κα. ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει.
Χο. οὐ Σύριον ἀγλάισμα δώμασιν λέγεις;
Κα. ἀλλ' εἶμι κἀν δόμοισι κωκύσουσ' ἐμὴν
Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν. ἀρκείτω βίος.
ἰὼ ξένοι.
οὔτοι δυσοίζω, θάμνον ὡς ὄρνις, φόβῳ
ἄλλως• θανούσῃ μαρτυρεῖτέ μοι τόδε,
ὅταν γυνὴ γυναικὸς ἀντ' ἐμοῦ θάνῃ,
ἀνήρ τε δυσδάμαρτος ἀντ' ἀνδρὸς πέσῃ.
1320 ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ' ὡς θανουμένη.
Χο. ὦ τλῆμον, οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου.
Κα. ἅπαξ ἔτ' εἰπεῖν ῥῆσιν, ἢ θρῆνον θέλω
ἐμὸν τὸν αὐτῆς. ἡλίου δ' ἐπεύχομαι
πρὸς ὕστατον φῶς τοῖς ἐμοῖς τιμαόροις
ἐχθροὺς φόνευσιν τὴν ἐμὴν τίνειν ὁμοῦ,
δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος.
ἰὼ βρότεια πράγματ'• εὐτυχοῦντα μὲν
σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν• εἰ δὲ δυστυχοῖ,
βολαῖς ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφήν.
1330 καὶ ταῦτ' ἐκείνων μᾶλλον οἰκτίρω πολύ.

Χο. τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ
πᾶσι βροτοῖσιν• δακτυλοδείκτων δ'
οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων,
μηκέτ' ἐσέλθῃς, τάδε φωνῶν.
καὶ τῷδε πόλιν μὲν ἑλεῖν ἔδοσαν
μάκαρες Πριάμου•
θεοτίμητος δ' οἴκαδ' ἱκάνει•
νῦν δ' εἰ προτέρων αἷμ' ἀποτείσει
καὶ τοῖσι θανοῦσι θανὼν ἄλλων
1340 ποινὰς θανάτων ἐπικρανεῖ,
τίς τἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ
δαίμονι φῦναι τάδ' ἀκούων;

Αγ. ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω.
Χο. σῖγα• τίς πληγὴν ἀυτεῖ καιρίως οὐτασμένος;
Αγ. ὤμοι μάλ' αὖθις, δευτέραν πεπληγμένος.
Χο. τοὔργον εἰργάσθαι δοκεῖ μοι βασιλέως οἰμώγμασιν.
ἀλλὰ κοινωσώμεθ', ἤν πως, ἀσφαλῆ βουλεύματα.
1. ἐγὼ μὲν ὑμῖν τὴν ἐμὴν γνώμην λέγω,
πρὸς δῶμα δεῦρ' ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν.
1350 2. ἐμοὶ δ' ὅπως τάχιστά γ' ἐμπεσεῖν δοκεῖ
καὶ πρᾶγμ' ἐλέγχειν σὺν νεορρύτῳ ξίφει.
3. κἀγὼ τοιούτου γνώματος κοινωνὸς ὢν
ψηφίζομαί τι δρᾶν• τὸ μὴ μέλλειν δ' ἀκμή.
4. ὁρᾶν πάρεστι• φροιμιάζονται γὰρ ὥς,
τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες πόλει.
5. χρονίζομεν γάρ. οἱ δὲ τῆς μελλοῦς κλέος
πέδοι πατοῦντες οὐ καθεύδουσιν χερί.
6. οὐκ οἶδα βουλῆς ἧστινος τυχὼν λέγω.
τοῦ δρῶντός ἐστι καὶ τὸ βουλεῦσαι πέρι.
1360 7. κἀγὼ τοιοῦτός εἰμ', ἐπεὶ δυσμηχανῶ
λόγοισι τὸν θανόντ' ἀνιστάναι πάλιν.
8. ἦ καὶ βίον τείνοντες ὧδ' ὑπείξομεν
δόμων καταισχυντῆρσι τοῖσδ' ἡγουμένοις;
9. ἀλλ' οὐκ ἀνεκτόν, ἀλλὰ κατθανεῖν κρατεῖ•
πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος.
10. ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων
μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος;
11. σάφ' εἰδότας χρὴ τῶνδε θυμοῦσθαι πέρι•
τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ' εἰδέναι δίχα.
1370 12. ταύτην ἐπαινεῖν πάντοθεν πληθύνομαι,
τρανῶς Ἀτρείδην † εἰδέναι κυροῦνθ' ὅπως.

Κλ. πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων
τἀναντί' εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι.
πῶς γάρ τις ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων, φίλοις
δοκοῦσιν εἶναι, πημονῆς ἀρκύστατ' ἂν
φράξειεν ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος;
ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀφρόντιστος πάλαι•
νείκης παλαιᾶς ἦλθε, σὺν χρόνῳ γε μήν•
ἕστηκα δ' ἔνθ' ἔπαισ' ἐπ' ἐξειργασμένοις.
1380 οὕτω δ' ἔπραξα–καὶ τάδ' οὐκ ἀρνήσομαι–
ὡς μήτε φεύγειν μήτ' ἀμύνεσθαι μόρον.
ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥσπερ ἰχθύων,
περιστιχίζω, πλοῦτον εἵματος κακόν,
παίω δέ νιν δίς• κἀν δυοῖν οἰμωγμάτοιν
μεθῆκεν αὐτοῦ κῶλα• καὶ πεπτωκότι
τρίτην ἐπενδίδωμι, τοῦ κατὰ χθονός,
Ἅιδου, νεκρῶν σωτῆρος, εὐκταίαν χάριν.
οὕτω τὸν αὑτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει πεσών,
κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγὴν
1390 βάλλει μ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου,
χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ
γάνει σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασιν.
ὡς ὧδ' ἐχόντων, πρέσβος Ἀργείων τόδε,
χαίροιτ' ἄν, εἰ χαίροιτ', ἐγὼ δ' ἐπεύχομαι.
εἰ δ' ἦν πρεπόντων ὥστ' ἐπισπένδειν νεκρῷ,
τῷδ' ἂν δικαίως ἦν, ὑπερδίκως μὲν οὖν•
τοσόνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακῶν ὅδε
πλήσας ἀραίων αὐτὸς ἐκπίνει μολών.
Χο. θαυμάζομέν σου γλῶσσαν, ὡς θρασύστομος,
1400 ἥτις τοιόνδ' ἐπ' ἀνδρὶ κομπάζεις λόγον.
Κλ. πειρᾶσθέ μου γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος•
ἐγὼ δ' ἀτρέστῳ καρδίᾳ πρὸς εἰδότας
λέγω–σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις
ὅμοιον–οὗτός ἐστιν Ἀγαμέμνων, ἐμὸς
πόσις, νεκρὸς δὲ τῆσδε δεξιᾶς χερός,
ἔργον δικαίας τέκτονος. τάδ' ὧδ' ἔχει.

Χο. τί κακόν, ὦ γύναι, [στρ. α]
χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν
πασαμένα ῥυτᾶς ἐξ ἁλὸς ὄρμενον
τόδ' ἐπέθου θύος, δημοθρόους τ' ἀράς;
1410 ἀπέδικες ἀπέταμες, ἀπόπολις δ' ἔσῃ,
μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς.
Κλ. νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί,
καὶ μῖσος ἀστῶν δημόθρους τ' ἔχειν ἀράς,
οὐδὲν τότ' ἀνδρὶ τῷδ' ἐναντίον φέρων,
ὃς οὐ προτιμῶν, ὡσπερεὶ βοτοῦ μόρον,
μήλων φλεόντων εὐπόκοις νομεύμασιν,
ἔθυσεν αὑτοῦ παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ
ὠδῖν', ἐπῳδὸν Θρῃκίων ἀημάτων.
οὐ τοῦτον ἐκ γῆς τῆσδε χρῆν σ' ἀνδρηλατεῖν,
1420 μιασμάτων ἄποινα; ἐπήκοος δ' ἐμῶν
ἔργων δικαστὴς τραχὺς εἶ. λέγω δέ σοι
τοιαῦτ' ἀπειλεῖν, ὡς παρεσκευασμένη
σ' ἐκ τῶν ὁμοίων χειρὶ νικήσαντ' ἐμοῦ
ἄρχειν• ἐὰν δὲ τοὔμπαλιν κραίνῃ θεός,
γνώσῃ διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν.

Χο. μεγαλόμητις εἶ, [ἀντ.
περίφρονα δ' ἔλακες, ὥσπερ οὖν
φονολιβεῖ τύχᾳ φρὴν ἐπιμαίνεται•
λίβος ἐπ' ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπει•
ἄντιτον ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων
1430 τύμμα τύμματι τεῖσαι.

Κλ. καὶ τήνδ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν•
μὰ τὴν τέλειον τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην,
Ἄτην Ἐρινύν θ', αἷσι τόνδ' ἔσφαξ' ἐγώ,
οὔ μοι Φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖ,
ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς
Αἴγισθος, ὡς τὸ πρόσθεν εὖ φρονῶν ἐμοί.
οὗτος γὰρ ἡμῖν ἀσπὶς οὐ σμικρὰ θράσους.
. . . . . . .
κεῖται, γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος,
Χρυσηίδων μείλιγμα τῶν ὑπ' Ἰλίῳ•
1440 ἥ τ' αἰχμάλωτος ἥδε καὶ τερασκόπος
καὶ κοινόλεκτρος τοῦδε, θεσφατηλόγος
πιστὴ ξύνευνος, ναυτίλων δὲ σελμάτων
ἰσοτριβής. ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην.
ὁ μὲν γὰρ οὕτως, ἡ δέ τοι κύκνου δίκην
τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον
κεῖται † φιλήτως τοῦδ', ἐμοὶ δ' ἐπήγαγεν
εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῇ.

Χο. φεῦ, τίς ἂν ἐν τάχει, μὴ περιώδυνος, [στρ. α.
μηδὲ δεμνιοτήρης,
1450 μόλοι τὸν ἀεὶ φέρουσ' ἐν ἡμῖν
Μοῖρ' ἀτέλευτον ὕπνον, δαμέντος
φύλακος εὐμενεστάτου [καὶ]
πολέα τλάντος γυναικὸς διαί; πρὸς γυναι-
κὸς δ' ἀπέφθισεν βίον.

– ἰὼ ἰὼ παράνους Ἑλένα [ἐφυμν. α
μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ πολλὰς
ψυχὰς ὀλέσασ' ὑπὸ Τροίᾳ,
νῦν τελέαν πολύμναστον ἐπηνθίσω
1460 δι' αἷμ' ἄνιπτον ἥτις ἦν τότ' ἐν δόμοις
ἔρις ἐρίδματος, ἀνδρὸς οἰζύς.

Κλ. μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου
τοῖσδε βαρυνθείς•
μηδ' εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς,
ὡς ἀνδρολέτειρ', ὡς μία πολλῶν
ἀνδρῶν ψυχὰς Δαναῶν ὀλέσασ'
ἀξύστατον ἄλγος ἔπραξε.

Χο. δαῖμον, ὃς ἐμπίτνεις δώμασι καὶ διφυί- [ἀντ. α.
οισι Τανταλίδαισιν,
1470 κράτος <τ'> ἰσόψυχον ἐκ γυναικῶν
καρδιόδηκτον ἐμοὶ κρατύνεις,
ἐπὶ δὲ σώματος δίκαν [μοι]
κόρακος ἐχθροῦ σταθεὶς ἐννόμως ὕμνον ὑ-
μνεῖν ἐπεύχεαι <κακόν>.

Κλ. νῦν δ' ὤρθωσας στόματος γνώμην,
τὸν τριπάχυντον
δαίμονα γέννης τῆσδε κικλῄσκων.
ἐκ τοῦ γὰρ ἔρως αἱματολοιχὸς
νείρᾳ τρέφεται• πρὶν καταλῆξαι
1480 τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ.

Χο. ἦ μέγαν οἴκοις τοῖσδε [στρ. β.
δαίμονα καὶ βαρύμηνιν αἰνεῖς,
φεῦ φεῦ, κακὸν αἶνον
ἀτηρᾶς τύχας ἀκόρεστον•
ἰὼ ἰὴ διαὶ Διὸς
παναιτίου πανεργέτα•
τί γὰρ βροτοῖς ἄνευ Διὸς τελεῖται;
τί τῶνδ' οὐ θεόκραντόν ἐστιν;

– ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφυμν. β.
1490 πῶς σε δακρύσω;
φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ' εἴπω;
κεῖσαι δ' ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ'
ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ' ἀνελεύθερον
δολίῳ μόρῳ δαμεὶς <δάμαρτος>
ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ.

Κλ. αὐχεῖς εἶναι τόδε τοὔργον ἐμόν•
μὴ δ' ἐπιλεχθῇς
Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ' ἄλοχον.
1500 φανταζόμενος δὲ γυναικὶ νεκροῦ
τοῦδ' ὁ παλαιὸς δριμὺς ἀλάστωρ
Ἀτρέως χαλεποῦ θοινατῆρος
τόνδ' ἀπέτεισεν,
τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας.

Χο. ὡς μὲν ἀναίτιος εἶ [ἀντ. β.
τοῦδε φόνου τίς ὁ μαρτυρήσων;
πῶ πῶ; πατρόθεν δὲ
συλλήπτωρ γένοιτ' ἂν ἀλάστωρ.
βιάζεται δ' ὁμοσπόροις
1510 ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων
μέλας Ἄρης, ὅποι δίκαν προβαίνων
πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει.

– ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ, [ἐφυμν. β.
πῶς σε δακρύσω;
φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ' εἴπω;
κεῖσαι δ' ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ'
ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ' ἀνελεύθερον
δολίῳ μόρῳ δαμεὶς <δάμαρτος>
1520 ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ.

Κλ. [οὔτ' ἀνελεύθερον οἶμαι θάνατον
τῷδε γενέσθαι.]

οὐδὲ γὰρ οὗτος δολίαν ἄτην
οἴκοισιν ἔθηκ';
ἀλλ' ἐμὸν ἐκ τοῦδ' ἔρνος ἀερθέν,
† τὴν πολύκλαυτόν τ' Ἰφιγενείαν,
ἄξια δράσας, ἄξια πάσχων,
μηδὲν ἐν Ἅιδου μεγαλαυχείτω,
ξιφοδηλήτῳ
θανάτῳ τείσας ἅπερ ἔρξεν.

1530 Χο. ἀμηχανῶ φροντίδος στερηθεὶς [στρ. γ.
εὐπάλαμον μέριμναν
ὅπᾳ τράπωμαι, πίτνοντος οἴκου.
δέδοικα δ' ὄμβρου κτύπον δομοσφαλῆ
τὸν αἱματηρόν. ψακὰς δὲ λήγει;
δίκην [δ'] ἐπ' ἄλλο πρᾶγμα θηγάνει βλάβης
πρὸς ἄλλαις θηγάναισι Μοῖρα.

– ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ' ἔμ' ἐδέξω, [ἐφ. γ.
πρὶν τόνδ' ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου
1540 δροίτης κατέχοντα χάμευναν.
τίς ὁ θάψων νιν; τίς ὁ θρηνήσων;
ἦ σὺ τόδ' ἔρξαι τλήσῃ, κτείνασ'
ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι,
ψυχῇ τ' ἄχαριν χάριν ἀντ' ἔργων
μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι;
– τίς δ' ἐπιτύμβιος αἶνον ἐπ' ἀνδρὶ θείῳ
σὺν δακρύοις ἰάπτων
1550 ἀληθείᾳ φρενῶν πονήσει;
Κλ. οὐ σὲ προσήκει τὸ μέλημ' ἀλέγειν
τοῦτο• πρὸς ἡμῶν
κάππεσε, κάτθανε, καὶ καταθάψομεν
οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων,
ἀλλ' Ἰφιγένειά νιν ἀσπασίως
θυγάτηρ, ὡς χρή,
πατέρ' ἀντιάσασα πρὸς ὠκύπορον
πόρθμευμ' ἀχέων
περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει.
1560 Χο. ὄνειδος ἥκει τόδ' ἀντ' ὀνείδους, [ἀντ. γ.
δύσμαχα δ' ἐστὶ κρῖναι.
φέρει φέροντ', ἐκτίνει δ' ὁ καίνων.
μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν θρόνῳ Διὸς
παθεῖν τὸν ἔρξαντα• θέσμιον γάρ.
τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι δόμων;
κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ.

Κλ. ἐς τόνδ' ἐνέβη σὺν ἀληθείᾳ
χρησμός. ἐγὼ δ' οὖν
ἐθέλω δαίμονι τῷ Πλεισθενιδᾶν
1570 ὅρκους θεμένη τάδε μὲν στέργειν,
δύστλητά περ ὄνθ'• ὃ δὲ λοιπόν, ἰόντ'
ἐκ τῶνδε δόμων ἄλλην γενεὰν
τρίβειν θανάτοις αὐθένταισι•
κτεάνων δὲ μέρος
βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι,
μανίας μελάθρων
ἀλληλοφόνους ἀφελούσῃ.

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ὦ φέγγος εὖφρον ἡμέρας δικηφόρου.
φαίην ἂν ἤδη νῦν βροτῶν τιμαόρους
θεοὺς ἄνωθεν γῆς ἐποπτεύειν ἄχη,
1580 ἰδὼν ὑφαντοῖς ἐν πέπλοις Ἐρινύων
τὸν ἄνδρα τόνδε κείμενον, φίλως ἐμοί,
χερὸς πατρῴας ἐκτίνοντα μηχανάς.
Ἀτρεὺς γὰρ ἄρχων τῆσδε γῆς, τούτου πατήρ,
πατέρα Θυέστην τὸν ἐμόν, ὡς τορῶς φράσαι,
αὑτοῦ δ' ἀδελφόν, ἀμφίλεκτος ὢν κράτει,
ἠνδρηλάτησεν ἐκ πόλεώς τε καὶ δόμων.
καὶ προστρόπαιος ἑστίας μολὼν πάλιν
τλήμων Θυέστης μοῖραν ηὕρετ' ἀσφαλῆ,
τὸ μὴ θανὼν πατρῷον αἱμάξαι πέδον
1590 αὐτός• ξένια δὲ τοῦδε δύσθεος πατὴρ
Ἀτρεύς, προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως πατρὶ
τὠμῷ, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθύμως ἄγειν
δοκῶν, παρέσχε δαῖτα παιδείων κρεῶν.
τὰ μὲν ποδήρη καὶ χερῶν ἄκρους κτένας
ἔθρυπτ' ἄνωθεν ἀνδρακὰς καθημένοις
ἄσημ'• ὁ δ' αὐτῶν αὐτίκ' ἀγνοίᾳ λαβὼν
ἔσθει βορὰν ἄσωτον, ὡς ὁρᾷς, γένει.
κἄπειτ' ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον
ᾤμωξεν, ἀμπίπτει δ' ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν,
1600 μόρον δ' ἄφερτον Πελοπίδαις ἐπεύχεται,
λάκτισμα δείπνου ξυνδίκως τιθεὶς ἀρᾷ,
οὕτως ὀλέσθαι πᾶν τὸ Πλεισθένους γένος.
ἐκ τῶνδέ τοι πεσόντα τόνδ' ἰδεῖν πάρα.
κἀγὼ δίκαιος τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς.
τρίτον γὰρ ὄντα μ' ἔλιπε, κἀθλίῳ πατρὶ
συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις•
τραφέντα δ' αὖθις ἡ δίκη κατήγαγεν,
καὶ τοῦδε τἀνδρὸς ἡψάμην θυραῖος ὤν,
πᾶσαν ξυνάψας μηχανὴν δυσβουλίας.
1610 οὕτω καλὸν δὴ καὶ τὸ κατθανεῖν ἐμοί,
ἰδόντα τοῦτον τῆς δίκης ἐν ἕρκεσιν.
Χο. Αἴγισθ', ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω.
σὺ δ' ἄνδρα τόνδε φῂς ἑκὼν κατακτανεῖν,
μόνος δ' ἔποικτον τόνδε βουλεῦσαι φόνον;
οὔ φημ' ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα
δημορριφεῖς, σάφ' ἴσθι, λευσίμους ἀράς.
Αι. σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος
κώπῃ, κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός;
γνώσῃ γέρων ὢν ὡς διδάσκεσθαι βαρὺ
1620 τῷ τηλικούτῳ, σωφρονεῖν εἰρημένον.
δεσμοὶ δὲ καὶ τὸ γῆρας αἵ τε νήστιδες
δύαι διδάσκειν ἐξοχώταται φρενῶν
ἰατρομάντεις. οὐχ ὁρᾷς ὁρῶν τάδε;
πρὸς κέντρα μὴ λάκτιζε, μὴ παίσας μογῇς.
Χο. γύναι, σὺ τοὺς ἥκοντας ἐκ μάχης νέον–
οἰκουρὸς εὐνήν <τ'> ἀνδρὸς αἰσχύνουσ' ἅμα,
ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ' ἐβούλευσας μόρον;
Αι. καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ.
Ὀρφεῖ δὲ γλῶσσαν τὴν ἐναντίαν ἔχεις.
1630 ὁ μὲν γὰρ ἦγε πάντα που φθογγῆς χαρᾷ,
σὺ δ' ἐξορίνας νηπίοις ὑλάγμασιν
ἄξῃ• κρατηθεὶς δ' ἡμερώτερος φανῇ.
Χο. ὡς δὴ σύ μοι τύραννος Ἀργείων ἔσῃ,
ὃς οὐκ, ἐπειδὴ τῷδ' ἐβούλευσας μόρον,
δρᾶσαι τόδ' ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως.
Αι. τὸ γὰρ δολῶσαι πρὸς γυναικὸς ἦν σαφῶς,
ἐγὼ δ' ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής.
ἐκ τῶν δὲ τοῦδε χρημάτων πειράσομαι
ἄρχειν πολιτῶν• τὸν δὲ μὴ πειθάνορα
1640 ζεύξω βαρείαις, οὔτι μὴ σειραφόρον
κριθῶντα πῶλον• ἀλλ' ὁ δυσφιλὴς σκότῳ
λιμὸς ξύνοικος μαλθακόν σφ' ἐπόψεται.
Χο. τί δὴ τὸν ἄνδρα τόνδ' ἀπὸ ψυχῆς κακῆς
οὐκ αὐτὸς ἠνάριζες, ἀλλὰ σὺν γυνὴ
χώρας μίασμα καὶ θεῶν ἐγχωρίων
ἔκτεινε; Ὀρέστης ἆρά που βλέπει φάος,
ὅπως κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ
ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς;
Αι. ἀλλ' ἐπεὶ δοκεῖς τάδ' ἔρδειν καὶ λέγειν, γνώσῃ τάχα•
1650 εἶα δή, φίλοι λοχῖται, τοὔργον οὐχ ἑκὰς τόδε.
Χο. εἶα δή, ξίφος πρόκωπον πᾶς τις εὐτρεπιζέτω.
Αι. ἀλλὰ κἀγὼ μὴν πρόκωπος οὐκ ἀναίνομαι θανεῖν.
Χο. δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε• τὴν τύχην δ' αἱρούμεθα.
Κλ. μηδαμῶς, ὦ φίλτατ' ἀνδρῶν, ἄλλα δράσωμεν κακά.
ἀλλὰ καὶ τάδ' ἐξαμῆσαι πολλὰ δύστηνον θέρος•
πημονῆς δ' ἅλις γ' ὑπάρχει• μηδὲν αἱματώμεθα.
στείχετ' αἰδοῖοι γέροντες πρὸς δόμους, πεπρωμένοις
πρὶν παθεῖν εἴξαντες• ἀρκεῖν χρὴ τάδ' ὡς ἐπράξαμεν.
εἰ δέ τοι μόχθων γένοιτο τῶνδ' ἅλις, δεχοίμεθ' ἄν,
1660 δαίμονος χηλῇ βαρείᾳ δυστυχῶς πεπληγμένοι.
ὧδ' ἔχει λόγος γυναικός, εἴ τις ἀξιοῖ μαθεῖν.
Αι. ἀλλὰ τούσδε μοι ματαίαν γλῶσσαν ὧδ' ἀπανθίσαι
κἀκβαλεῖν ἔπη τοιαῦτα δαίμονος πειρωμένους,
σώφρονος γνώμης δ' ἁμαρτεῖν τὸν κρατοῦντ' <ἀρνουμένους>.
Χο. οὐκ ἂν Ἀργείων τόδ' εἴη, φῶτα προσσαίνειν κακόν.
Αι. ἀλλ' ἐγώ σ' ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις μέτειμ' ἔτι.
Χο. οὔκ, ἐὰν δαίμων Ὀρέστην δεῦρ' ἀπευθύνῃ μολεῖν.
Αι. οἶδ' ἐγὼ φεύγοντας ἄνδρας ἐλπίδας σιτουμένους.
Χο. πρᾶσσε, πιαίνου, μιαίνων τὴν δίκην, ἐπεὶ πάρα.
1670 Αι. ἴσθι μοι δώσων ἄποινα τῆσδε μωρίας χάριν.
Χο. κόμπασον θαρσῶν, ἀλέκτωρ ὥστε θηλείας πέλας.
Κλ. μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ' ὑλαγμάτων• <ἐγὼ>
καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων <καλῶς>.